Selected tags

Further tags

Τα αρντάν.

Ρε ξέμεινα από ζου ζου αρ, παίζει κάνα λούκυ λουκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηρωίνη.

Έχεις καμιά ζουζού;

(από joe909, 18/07/11)(από σφυρίζων, 22/01/13)

Βλ. και ζαπρέ, ζαμπόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώσιμο.

- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ιδιότητα ενός ατόμου υπό την επήρεια ουσιών.

- Θάνο πάνε να πάρεις κάνα τσιγάρο...
- Ώωω ρε φίλε είμαι πολύ καλαμωμένος... στείλε άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νοθευμένη ηρωίνη. Χαρακτηριστική έκφραση σε γραφικούς διαλόγους από τζάνκια.

- Ρε ψηλέ έχεις 50 λεπτά; Αρρωστάκι είμαι, τι να κάνω; Μας έχουν ξεσκίσει στο αλεύρι και την έχουμε ακούσει άσχημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο άσχημος.
  2. Αυτός που έχει άθλια εμφάνιση λόγω χρήσης (ή κατάχρησης) ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ.

- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

σαν το κώλο μου νυχτοφύλακα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εισπνοή κοκαΐνης από τη μύτη.

- Τι γίνεται ρε, αυτή η γκόμενα χορεύει σαν τρελή όλο το βράδυ... Κώλο δεν έχει βάλει κάτω!
- Αυτή; Αυτή ρίχνει μυτιές, γι' αυτό την βλέπεις συνέχεια στην τσίτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποια πολύ χοντρή ή κάποια που πίνει πολύ.

- Πολύ μπράσκα αυτή η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης φούντα που λέγεται όταν βρίσκονται άλλοι στον χώρο.

Βγαίνει από τη φούντα του χόρτου (σαν φυτό) πριν κοπεί.

Πάμε πρώτα για κάνα νταφού και μετά πάμε να αράξουμε στη Μαρία, ε;

(από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την λέξη μαστούρι, για ευκολία. Μετά την χρήση ουσιών από κάποιον που είναι φανερά υπό την επήρεια χόρτου.

- Χα... Κοίταξέ τον πως έχει γίνει... Λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Είναι πολύ στούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified