Selected tags

Further tags

Δρόμος, συνήθως του κέντρου της Αθήνας, με μεγάλη πιθανότητα και συχνότητα εμφάνισης ναρκομανών (κατά προτίμηση σε οριζοντιωμένη στάση).

-Ρε Μήτσο πάμε μια μέχρι Εξάρχεια για κανα μπυρόνι;
-Πωπω ρε φίλε, όποτε βγαίνω μαζί σου όλο σε πρεζοδρόμια κάνουμε βόλτα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κένωση μετά από μεθύσι, νερουλή και με χαρακτηριστική μυρωδιά.

- Φίλε μετά τα χθεσινοβραδινά έχω πάει σήμερα 3 φορές στην τουαλέτα.
- Μπεκροχέσα;
- Άστα να πάνε...

Βλ. και Bud Mud.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράζω ναρκωτικά.

Πήγα να γίνω από τον ντίλερ μου αλλά έλειπε και ξενέρωσα.

Και ψωνίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηρωίνη, πρέζα. Σαπίλα για να μαστουρώσεις.

Ρε δικέ μου αυτή η ρούχλα που ήπια σήμερα ήταν αλλο πράμα!

Του κουτιού τα παραμύθια, οικογένεια Σοφιανού, ΕΡΤ. (από patsis, 28/01/10)Στο 0:36. (από patsis, 30/03/11)

Βλ. και ζαμπόν, ζαπρέ, ζουζού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή ονομασία της ινδικής κάνναβης ή του χασισιού. Οι απόψεις διίστανται.

Έγινε ευρέως γνωστό μετά από το τραγούδι «πίνω μπάφους και παίζω προ» (Locomondo).

  1. Ε ψιτ φίλε έμαθα ότι έχεις μπάφο… Ποσό;

  2. (Locomondo)
    Από το σπίτι δεν θα βγω
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Δεν έχω χρόνο για το μωρό Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Που θα βρω αναπληρωματικό
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Έχω κλειστό το κινητό γιατί
    Πίνω μπάφους και παίζω προ

Γιάννης Καλαϊτζής, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 04/07/11)Πέτρος Ζερβός, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρακαδόρος τσιγάρων.

- Αυτός καπνίζει μάρκα «Απόλλων».

Σχετικό: τράκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα χρηστών ναρκωτικών για το ηρεμιστικό ιδιοσκεύασμα «vulbegal».

- Ψηλέ, παίζει κάνα φάρμακο;
- Ναι, μπούμπλε και πράσινα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».

Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.

Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.

(από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και Τούρκος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.

Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.

Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published