Η μπύρα που αγοράζεις στο περίπτερο όταν δεν έχεις λεφτά, ή βαριέσαι να πας στο bar.
- Τέλος του μήνα και δεν είχαμε μία. Χτυπήσαμε κάτι περιπτερόμπυρα στην πλατεία και περάσαμε κόμπλα.
Η μπύρα που αγοράζεις στο περίπτερο όταν δεν έχεις λεφτά, ή βαριέσαι να πας στο bar.
- Τέλος του μήνα και δεν είχαμε μία. Χτυπήσαμε κάτι περιπτερόμπυρα στην πλατεία και περάσαμε κόμπλα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ζυγαριά. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως αναφερόμενος στη ζυγαριά της οποίας ο ρόλος είναι το ζύγισμα συνήθως μπάφου αλλά και λοιπών ναρκωτικών ουσιών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το παραισθησιογόνο μανιτάρι.
Η ετυμολογία προέρχεται από το αγγλικό mushroom -> shroοm -> σρούμι.
Got a better definition? Add it!
Published
Η άκρως ενοχλητική μυρωδιά σπόρου που σκάει κατά τη διάρκεια καπνίσματος μπάφου και παραπέμπει σε μυρωδιά φρεσκοψημένης μπριζόλας. Συχνά έχει ως αποτέλεσμα την έντονη αποδοκιμασία του εκάστοτε στρίφτη για την έλλειψη προνοητικότητας που τον διέκρινε καθώς δεν μπήκε στον κόπο να ξεσπορίσει το stuff.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνήθως μετά το κώλιασμα έρχεται το κόλιαντρο.
Κόλιαντρο γίνεσαι όταν μετά απο πολλά τσιγάρα ξεπερνάς πρός το υπερβολικό το αρχικό κώλιασμα του τσιγάρου που σε έπιασε φυσιολογικά και συνεχίζεις πίνοντας και φτάνεις στο υπέρτατο σημείο που δεν καταλαβαίνεις τίποτα.
Επιθεωρητής κόλιαντρο είναι ο παλληκαράς στην παρέα σου που όταν δεν καταλαβαίνει κανείς πού είναι τα χαρτάκια και τα βλέπετε για βαρκούλες, σκάει απο το πουθενά σα να μην ήπιε όσο εσείς και συνεχίζει να στρίβει και να μην την ακούει με τπτ... Τυχερός; Μπα...
Μαλάκα κόλιαντρα γίναμε πάλι, άντε να δούμε ποιος θα κάνει τον επιθεωρητή αυτήν τη φορά...
Got a better definition? Add it!
Κοκό σανέλ ή αλλιώς κοκαΐνα, την πίνουν πλούσιοι, φτωχοί, celebrities, πιτσιρικάδες, gay, ΟΛΟΙ. Άλλοι φερμάρουν για να την βρουν, άλλοι πουλάνε, άλλοι στήνονται. Ακριβό, καλό και σκληρό ντρόγκι.
Got a better definition? Add it!
ΝΟΣ, αλβανικό, σκατά, τόγκα, φτηνόπραμα, αροξόλ.
Το φτηνό χόρτο από Αλβανία που πάντα σε φτιάχνει σκατά και νιώθεις σαν κατσαρίδα που έφαγε τέζα αλλά τι να κάνουμε που δεν είχες φράγκα.
- ΓΚΟΥΧ ΓΚΟΥΧ! πώωω πάλι τσίφσα...; Καλά σκάσ' το.
βλ. και νόζι, Τίρανα Χέιζ (Tirana haze), albanian haze
Got a better definition? Add it!
Όταν εχεις πιει τον κώλο σου είτε απο ουσίες είτε απο ξύδια μα περισσότερο απο ουσίες και έχεις γίνει ένα με το πάτωμα.
Got a better definition? Add it!