Selected tags

Further tags

Κατάσταση μέθης. Προέρχεται από παρομοίωση της χαρακτηριστικής γυαλάδας ματιών μετά από κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κλπ, με την αντίστοιχη μιας καλογυαλισμένης ζάντας 21''. Συντάσσεται και με το ΦΕ. Εξαιρετικά δόκιμη χρήση στα πέριξ Θεσσαλονίκης.

Πίναμε, πίναμε, πίναμε, ζάντα γίναμε. ζάντα ΦΕ, σου λέω.

Κάποιος έγινε ζάντα χτες βράδυ... (από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ. ουδ.): Ο καφές που σερβίρεται σε σταθμούς ΚΤΕΛ, καράβια κ.λπ.

- Άσε ρε φίλε που θα πιω το ρόφτυμα. Πιάσε μια χάινεκεν μέχρι να 'ρθει το Κτεου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά μεθυσμένος.

- Τι να σου πω ρε 'συ; Τίποτα δεν θυμάμαι από χτες το βράδυ. Κατά τις 2 είχα γίνει κωλοτρυπίδι. Π;vς κατέληξα γυμνός στο ψαροκάικο και να με παίρνει το ρεύμα στα ανοιχτά, ούτε που ξέρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση απόλυτης μέθης.

- Πώς πήγε το ραντεβού χθες ρε;
- Άσε ρε, ήπια κάτι ληγμένες ρετσίνες πριν βγω και έγινα ντέφι πριν την ώρα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συσκευασία στην οποία δίνεται η κεταμίνη.
Δόση κεταμίνης.

- Τι θα γίνει;
- Θα γίνουμε κανα φάκελο σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βελόνα τις σύριγγας.

Ε μπψηλέ, πάσαρε μια τον σέο κι από 'δώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση μετά από χρήση ηρεμιστικών ναρκωτικών ουσιών. Τη βαράμε.

-Ήπιαμε και βαρέσαμε ντάγκλες και δεν ήμασταν να βγαίναμε έξω. Σόρρυ για το κλάσιμο ρε φιλαράκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμάτιας, ο λιώμας από ναρκωτικά, αλκοόλ, αϋπνία κτλ.

- Πάμε που σου λέω ρε...
- Πού να τρέχω τώρα έτσι κομματιανός που είμαι... Άαααραξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης.

  1. - Έγινα ντίρλα απ' τα μπυρόνια χθες βράδυ.

  2. - Ντίρλα οι Άγγλοι!

  3. - Με πήρε στις τρεις τα μεσάνυχτα -ντίρλα ο παπάρας- και μου κλαιγότανε για την δικιά του.

(από panos1962, 13/11/09)(από poniroskylo, 04/03/11)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.

Πάμε για μπάφκετ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified