Further tags

Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Άγριος είναι ο γραμμωμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας.

Αγριάδα: η γράμμωση.

Συνήθης η συναδελφική έκφραση ''έχεις αγριέψει ρε φίλε τώρα τελευταία'', που σηματοδοτεί την πρόοδο του συγκεκριμένου αθλητή στον τομέα της μυικής διαμόρφωσης και συνάμα αποτελεί την επιβράβευση των προσπαθειών του.

- Aγόρι πως με κόβεις, δεν έχω τουμπανιάσει τώρα τελευταία;
- Nαι ρε φίλε, πήρες όγκο, αλλά όγκο είχες πάντα. Πέντε πάνω πέντε κάτω... Αυτό που θες είναι να τον δουλέψεις τον όγκο σου, να αγριέψεις λίγο, για να δείξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παίρνει αναβολικά, για να φτιάξει σώμα τούμπανο.

Άλλος ένας αναβολικάριος πέθανε από ξαφνικίτιδα στα 45 του.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος που ο κορμός του σώματός του σχηματίζει μια ανάποδη πυραμίδα.

Είναι ανάποδη πυραμίδα, έχει το τέλειο σώμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο διαθέτων απολλώνια κορμάρα, δηλαδή ο γυμνασμένος, ο σμιλεμένος.

Τι να κλάσεις κι εσύ με τον απολλώνιο για τον οποίο σου λέει να μην ανησυχείς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που ξημεροβραδιάζεται στο γυμναστήριο, για να φτιάξει σώμα.

  1. Αν είσαι ο τύπος ο γυμναστηριακός, αυτός που προσέχει τη διατροφή του και το fitness είναι μονόδρομος, μονόδρομος είναι και το Garden Bar. (Φέισμπουκ).
  2. Όλη η αλήθεια για τους γυμναστηριακούς και τις παραλίες. (Τικ Τοκ).
  3. Πώς βιώνει ένας γυμναστηριακός την αποχή του από τον φυσικό του χώρο. (Ratpack).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος, ο μπόντι-μπίλντερ, αυτός που έχει σφιχτό σώμα.

Άρχισε το γυμναστήριο έγκαιρα και βγήκε δεμένος στην παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος μπόντι-μπίλντερ που αποτελεί ενισχυμένη εκδοχή τούμπανου.

Έσκασε μύτη με δυο ενισχυμένους.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο υπερβολικά γραμμωμένος, ο κομμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας, ο γράμματας. Το υποδόριο λίπος του έχει περιοριστεί τόσο, σε φάση που το δέρμα του φαίνεται διάφανο, σαν τσιγαρόχαρτο rizzla (το γαλάζιο πακετάκι). Τόσο λεπτό και διάφανο, όπως το κουστουμάκι που αλλάζουν τα φίδια κάθε χρόνο.

Το ερπετό σηματοδοτεί τον ανώτατο βαθμό γράμμωσης. Είναι η γράμμωση που καταντάει αηδία. Ως χαρακτηρισμός, δεν έχει απόλυτα θετική χροιά, σε αντίθεση π.χ. με το «φέτας». Δύσκολα θα δεις επιτυχημένους σφίχτες να αλληλοθαυμάζονται σε στιλ «πω ρε φίλε, ερπετό έγινες». Θα το πει μάλλον κάποιος που ασχολείται μεν με τη γυμναστική, αλλά χωρίς να έχει δει ιδιαίτερα αποτελέσματα, σε κάποιον γραμμωμένο που κρυφοζηλεύει. Ο τόνος είναι συγκαλυμμένα συγκαταβατικός. Δεν είναι δλδ ένας ευθέως ειρωνικός και μειωτικός χαρακτηρισμός (όπως π.χ. το «πρησμένος»), αλλά ακόμη κι έτσι προδίδει τον ανομολόγητο φθόνο του wannabe κομμάτια, προς το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του.

Ερπετά γίνονται οι μπίλντερς σε περίοδο αγώνων, όταν πλακώνονται στη δίαιτα, τρυπιούνται με στεροειδή που δεν κατακρατούν υγρά (π.χ. winstrol) και στην ούγια χτυπάνε και διουρητικά, π.χ. lasix (τα οποία είναι και τα πλέον επικίνδυνα, οι πιο πολλοί musclemen απ' αυτά έχουν πάει). Μερικοί δεν κάνουν ούτε μπάνιο τις τελευταίες μέρες, για να φρακάρουν οι πόροι και να μη μπαίνει υγρασία στο δέρμα. Έτσι, όταν ανέβουν στη σκηνή για να ποζάρουν, είναι εντελώς αφυδατωμένοι, τεζαριστοί, μόνο μύες και κόκαλα, με το ασπράδι των ματιών να κοντεύει να πεταχτεί έξω απ' τις κόγχες.

(διάλογος ζευγαριού στην παραλία)

- Τι κοιτάς ρε φροσάκι τόση ώρα και σου 'χουν βγει τα μάτια;
- Τίποτα μωρό μου, απλά χαζεύω...
- Μη μου πεις πως κοιτάς τον σφίχτη το ναυαγοσώστη... Αυτός ρε μωράκι μου το 'χει παραχέσει με τη γράμμωση. Δεν τον λες άνθρωπο πια, ερπετό τον λες. Φαντάζομαι τι φάρμακα θα 'χε πάρει για να γίνει έτσι. Θα σου πω όμως εγώ σε λίγα χρονάκια, που θα τον κλαίει η μάνα του...
- Ναι μωράκι μου αλλά οι κοιλιακοί του είναι σκέτη αμαρτία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε γυμναστήρια και παραλίες ειρωνικά για μποντιμπλντερούδες / πρησμένες / φουσκωτές / σφίχτερ-γκόμενες που έχασαν τελείως το μέτρο κι απέκτησαν τη σωματάρα του Λάινο (Lion-O) από την ομώνυμη σειρά κινούμενων σχεδίων.

Μερικές συχνάζουν στην Ερεσσό της Λέσβου. Τυχαίο; Δε νομίζω.

- Γιαδέ!! Με τρόπο. 6 και 20.
- Μαμάα!! Μια Θάντερκατ!!
- Τι 'ναι αυτό ρε πούστη μου!! Το μπούτι μου, το μπράτσο της!!
- Τη γαμάς;
- Με μεταλλαγμένα δεν έχω σχέσεις.

(από sstteffannoss, 14/11/10)Lion-O (από poniroskylo, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων γυμνασμένο κορμί και ιδιαίτερα κοιλιακούς μύες σαν φέτες καλοριφέρ. Συνώνυμo: φέτες.

- Ρε συ φιλαράκι, καλοριφέρ έγινες! Παίρνεις τίποτα;
- Διατροφή ρε συ και λίγο γυμναστήριο.
- Καλός παπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified