Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Δείχνει το άτομο που περνά πιο πολύ χρόνο στο γυμναστήριο παρά στο σπίτι του προκειμένου να φτιάξει το ιδανικό σώμα για λόγους υγείας, για να πάρει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό (σπανιότερα), ή για να το εκθέτει σε κοινή θέα στη παραλία το καλοκαίρι με ανάλογες αξιώσεις (συχνότερα).
Το όνομα προέρχεται απο τον Arnold Schwarzenegger
διάσημο bodybuilder-ηθοποιό και νυν κυβερνήτη της California των Η.Π.Α.
- Θα έρθει απόψε μαζί μας για ποτάκι ο Δημήτρης;
- Αποκλείεται, πάλι στο γυμναστήριο θα πάει. Θέλει λεει μέχρι το καλοκαίρι να έχει φτιάξει σώμα!
- Α, την έχει δει και πολύ σβάρτσος!
Βλ. και σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, πρησμένος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Για παρακμιακούς σφίχτερμεν και σβάρτσους, που δεν τους πάει καθόλου η σφιχτεροσύνη, αλλά τους χαλάει.
Από τον Χ. Τσέκο, που είχε αναλάβει την Εθνική ομάδα Άρσης Βαρών και τους έδινε διάφορα περίεργα σκευάσματα, που αποδείχτηκαν παράνομα. Σε μια αποθήκη του βρέθηκαν πολλές ληγμένες ουσίες, το 2004, ενώ φημολογείτο ότι πολλοί σβάρτσοι συνέχιζαν να κάνουν ουρές για να πάρουν τις ουσίες. Από τότε, όταν βλέπουμε ένα παρακμιακό μπιλντέρι χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση.
-Πώς είναι έτσι αυτός ο κακαμοίρης; Απ' τα ληγμένα του Τσέκου πήρε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σαχλολοπαίγνιο με τον μποντιμπίλντερ (body-builder) και τη Λέσχη Bilderberg, το οποίο δεν έχει κάποιο βαθύτερο νόημα παρά μόνο χρησιμοποιείται στις εξής δύο περιπτώσεις:
Όταν ένας αστειάτορας θέλει να γειώσει συνωμοσιολόγο συνομιλητή. Δηλαδή εκεί που ο δεύτερος αρχίζει τις θεωρίες συνωμοσίας, ο γειωτής του πετάει ένα «πώς την είπες την λέσχη; Μποντιμπίλντερμπεργκ;» και επέρχεται μια εκ σάχλας αποφόρτιση της συζήτησης. Πώς κάποιοι λένε Αϊζεν(χ)άουερ ή μικυμάου ένα πράμα;
Όταν δηλώνουμε ότι κάποιος είναι σφίχτερμαν, σβάρτσος κ.τ.ό. Φανταζόμαστε δηλαδή τα μπιλντέρια ως μια ιδιαίτερη κάστα από σφυρίχτερμεν, που έχουν τους δικούς τους κώδικες συνεννόησης και είναι αποκομμένοι από τους κοινούς θνητούς μέσα στον κόσμο των γυμναστηρίων και των σκοτεινών αποδυτηρίων τους. Ή απλά θέλουμε να πούμε ότι κάποιος ανήκει σε αυτήν την ομάδα, όπως φαίνεται από την σωματοδομή του.
β) Μπόντι-Bilderberg
Χιούστον έχω ένα πρόβλημα. Γουστάρω την Αννούλα
Μπροστά της οι άλλες υπουργοί είναι μια σκέτη νούλα
Την σκέφτομαι στην Μπίλντερμπεργκ να δίνει διαλέξεις
Και μου ξυπνούν απρόσμενα αμαρτωλές ορέξεις. (Εδώ το ερωτικό εγκώμιο της Αννούλας του φονιά).
β) - Γιατί δηλαδή σε παραξενεύει που η Χρυσή Αυγή στηρίζεται και από καυλόμπατσους και από μπράβους και ανθρώπους της νύχτας; Όλοι αυτοί είναι η Λέσχη Μποντιμπίλντερμπεργκ, τι νομίζεις ότι συζητάνε στα αποδυτήρια των τζυμζ;
γ) - Σοβαρά μιλάς; Τά 'φτιαξε με τον Γιώργο; Τον σκατομούρη;
- Κοίτα, όμως, τα τελευταία χρόνια ο Γιώργος είναι λέσχη Μποντιμπίλντερμπεργκ και είναι τούμπανο. Και το σκατομούτσουνό του «γοητεία» είναι.
Got a better definition? Add it!