Selected tags

Further tags

Ο αγύριστος. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να εκ-διώξουμε κάποιον/-α.

- Άμα δε σ΄αρέσει ο τρόπος μου, πάρε την άγουσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντόσωμος ποδοσφαιριστής με ευκινησία αλλά και αδυναμία στις σωματικές μονομαχίες.

Αγαπητός ορισμός παίκτης κατά τον Αλέφα, με πρώτη γνωστή αναφορά στον Τόγια της Προοδευτικής.

Πού να αντέξει τώρα ο Πάντος, το γατάκι, στον αράπη... Τον έκανε γιογιό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[ουσ.] Το να τρέχεις και να μη φτάνεις, να είσαι διαρκώς στην τσίτα για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεσαι εσύ. Αναφέρεται συνήθως σε δραστηριότητες ιδιαιτέρως κοπιαστικές ου μην και αγχωτικές ταυτόχρονα.

- Τι έκανες ρε μαλάκα όλο το πρωί και δε σήκωνες το τηλέφωνο;
- Γάμησέ τα φίλε μου. Στις 8 στην εφορία, μετά γραμμή στο γραφείο, ενδιάμεσα πήγα το αυτοκίνητο συνεργείο και το μεσημέρι στις τράπεζες πριν κλείσουν.
- Πωπω βεγγιλίκια, κουράστηκα μόνο που τ' άκουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified