Το στρατιωτικό τζιπάκι, μάρκας Μερσεντές, που χρησιμοποιείται για τις εξόδους στρατιωτών όταν είναι λίγοι ή για τα ώνια.
- Πόσοι είναι για έξοδο σήμερα;
- 2 μόνο, οπότε θα πάρω την καναδέζα να τους κατεβάσω.
Το στρατιωτικό τζιπάκι, μάρκας Μερσεντές, που χρησιμοποιείται για τις εξόδους στρατιωτών όταν είναι λίγοι ή για τα ώνια.
- Πόσοι είναι για έξοδο σήμερα;
- 2 μόνο, οπότε θα πάρω την καναδέζα να τους κατεβάσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καμία σχέση με το γνωστό μας απορριματοφόρο.
Είναι το όχημα που το χρησιμοποιούν για να μαζέψουν σκουπίδια / μπάζα / χόρτα / κλαδιά απο το στρατόπεδο.
Δημητρίου, πάρε τα κλειδιά της σκουπιδιάρας, πάρε και 2 νέους και βγείτε να καθαρίσετε το στρατόπεδο.
Got a better definition? Add it!
Published
Το καγκουράμαξο, το αυτοκίνητο του κάγκουρα που παίζει διαπασών RnB, είναι στολισμένο με φλόγες στις πόρτες, αυτοκόλλητο «Μitsos power sound», αυτοκόλλητα «Burn out» παντού και εξάτμιση χοάνη ζαπατίνας.
Κυκλοφορεί συνήθως τις ώρες που σχολάει η μαθητιώσα νεολαία και συναντάται κυρίως στο Μπουρνάζι και γενικότερα στα ευρύτερα δυτικά προάστεια.
Μας έσπασε τα αρχίδια η λατέρνα. Από το πρωί έχει κάνει 40 φορές το γύρο της πλατείας...
Got a better definition? Add it!
Published
Το παλαιό αυτοκίνητο που όλο χαλάει, το σαράβαλο.
- Αμάν πια! Δεν βαρέθηκες να την σπρώχνεις τη χαρχάλω;
Got a better definition? Add it!
Όνομα - παρατσούκλι κατά τους αλογομούρηδες, για το αργό άλογο, που δεν έχει καμιά ελπίδα να κερδίσει. Χρησιμοποιείται και απο τους οδηγούς αυτοκινήτων όταν πρόκειται για αργό - δυσκίνητο ή παλαιό αμάξι.
- Έκανα κόντρα με ένα φτιαγμένο Punto αλλά έφαγα τη σκόνη του. - Εμ τι πας και συ να συναγωνιστείς με τον Αστραχάν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εννοούμε το δυνατό και με κορυφαίες επιδόσεις αυτοκίνητο.
- Αποφάσισα τι αμάξι θα αγοράσω.
- Ποιο;
- Τη BMW την Μ3.
- Πώ πω φίλε, φοβερό εργαλείο θα πάρεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πηγαίνω κάπου με τα πόδια.
- Θα πάρουμε το αμάξι να πάμε στην Άννα.
- Εγώ λέω να πάμε με το νύχι, κοντά είναι.
Βλ. και πεζό δύο.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους ταξιτζήδες.
Αφορά αυτούς που χρεώνουν ό,τι θέλουν, σε αφήνουν όπου τους βολεύει, παίρνουν διπλό και τριπλό δρομολόγιο και γενικά είναι αγενείς και απότομοι.
Έψαχνα μια ώρα για να βρω ένα ταξί να με πάει στον σταθμό. Αγανάκτησα με τους κιτρινιάρηδες! Ο ένας δεν τον βόλευε το δρομολόγιο, ο άλλος ήταν άδειος και δεν σταμάταγε, τελικά μπήκα σε έναν που είχε ήδη πελάτη και με άφησε 2 τετράγωνα πιο μακριά από το σταθμό... Άσε, πίκρα.
Δες επίσης και κίτρινη φυλή, κίτρινη φάρα, Ομάρ Ταρίφ, Ομάρ, ταρίφα-ταρίφα, ταρίφας, ταριφιάτικα, ταριφιές, τάριφμαν, ταριφόσκυλο, ταριφόσκυλος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτοκίνητο στο οποίο ο ιδιοκτήτης έχει προβεί σε αλλαγή αμορτισέρ και ελατηρίων με αποτέλεσμα την υπερβολική μείωση της απόστασής του από το έδαφος.
Κατα πολλούς το «χαμήλωμα» αυτό αξίζει μιας και προσθέτει μια πιο επιθετική χροιά στην εμφάνιση του αυτοκινήτου, παρά τους κινδύνους που εμπεριέχει (στήσιμο, λακούβες κ.λ.π.).
- Το είδες το Σιβίκ του Μάκη; Του πέταξε σετάκι Koni πάνω με 6ποντα ελατήρια, μιλάμε για τρελό σαυρίδι το αμάξι!
Βλ. και σαύρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το «φτιαγμένο» (συνήθως) ΙΧ που έχει κίτρινο χρώμα.
- Ο Γιάννης πήρε καινούριο αμάξι;
- Ναι, πήρε ένα ΤΑΧΙ.
Got a better definition? Add it!