Δυολεπτάκιας (ο, η)

Δυολεπτάκιας: Ατομο που διακόπτει την κυκλοφορία για χρόνο που συνήθως υπερβαίνει τα 2 λεπτά, αγνοόντας πλήρως τον ΚΟΚ και την παρακώλυση συγκοινωνιών (ειδικά το άρθρο 227 του Ποινικου κώδικα όταν μπλοκάρει λεωφορείο) , όπως και τις σχετικές προβλεπόμενες ποινές.

"-Ει! Που πα ρε φιλε και το μολάρεις μόστρα μπροστά στο μαγαζί; Ειναι "ορθοπαιδικά είδη" το μαγαζί, μπαίνοβγαίνουν καροτσάκια λεμεεεε! Είσαι και πάνω στην διάβαση! Βρεφονηπιακός σταθμός απο δίπλα! -Πως κάνεις έτσι, κύριος; Δυό λεπτάκια θα κάνω!"

Got a better definition? Add it!

Published

Η κρυφή και ένοχη ελπίδα ότι το μποτιλιάρισμα μπροστά οφείλεται σε τρακάρισμα και λίγο παρακάτω ο δρόμος ανοίγει. Ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο σε μεγάλες πόλεις και κύριες οδικές αρτηρίες, ειδικά σε εποχές προ κρίσης.

- Με τέτοια κίνηση, ούτε του Αγίου Πούτσου ανήμερα δε θα φτάσουμε.
- Θα 'χει παίξει καμιά τράκα.
- Κλασική περίπτωση τρακοπτισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν περιμένεις στη στάση τόση ώρα που θα αναγκαστείς να σκεφτείς «πρώτα θα βρει γκόμενα ο Τάσος και μετά θα περάσει το αστικό. Έλεος!», τότε δυστυχώς φίλε μου βρίσκεσαι στη θέση να έχεις ανάγκη το ελεωφορείο.

Οποιοδήποτε όχημα χρειαζόμαστε για τη βασική μας και μη μετακίνηση αλλά μας σπάει τα νεύρα για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Γιατί αργεί (ή τελικά δεν εμφανίζεται καθόλου), είναι γεμάτο και δε χωράς και μένεις απ' έξω, μπαίνεις και αναγκάζεσαι να μυρίσεις ποδαρίλα από τη σηκωμένη μασχάλη τού συνεπιβάτη, ο οδηγός νομίζει ότι μεταφέρει κοτόπουλα και περνάει επίτηδες από όλες τις λακούβες ή γιατί απλά βλαστημάς τη ζωή σου που το έχεις ανάγκη για να κάνεις κάθε μέρα μία ώρα διαδρομή μέχρι τη δουλειά.

- Έλα ρε φίλε, συγγνώμη πού άργησα.
- ...
- Ε τι γιατί; Δεν το ξέρεις το ελεωφορείο; Πρέπει να κάνεις προσευχή στο Δία για να περάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της τζιπούρας Porsche Cayenne και του μεγαλοδικηγόρου Αλέξη Κούγια. Χαρακτηρίζει το εν λόγω όχημα ως το κατ' εξοχήν σύμβολο νεοπλουτισμού της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα. Σχετικές αναφορές έχουν γίνει στα λήμματα μουαγέν, τζιπούρα, το χάσαμε το κορμί πατριώτη και βλαχοκυριλέ. Εννοείται ότι η τζιπούρα αποκτήθηκε με κουγιές, και εφόσον συνδυάζεται με μοντελοπνίξιμο είναι ακόμη πιο επιλήψιμη. Η έκφραση λέγεται με μελαγχολία ότι τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια.

Πάσα: John Black.

- Πού το κουβάλησε το κουγιέν στο στενοσόκακο ο μαχλέπας! Μας φράκαρε τον δρόμο!

Porsche Cayenne. (από Khan, 19/04/11)Το χάσαμε το Καγιέν πατριώτη! (από Khan, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονοματοποιητική μεταφορά του τυπικού soundtrack που παίζουν τα 150.000 Megawatt ηχητικά συστήματα των απανταχού Καγκούρων (λέγε με ICE στην καγκουροσλάνγκ). Όπως καταλαβαίνει κανείς, η φράσις περιγράφει τον χαρακτηριστικό ήχο των τριανταπεντάλεπτων daaaance χιτακίων, όπου το μπιτάκι τονίζεται με το αντίστοιχο χτύπημα της μπότας, συνοδεία μπάσου ακολουθούμενο από το «τσσστ» του ανασηκωμένου hi-hat (βλ. μήδιον 1 καθώς και τον DJ Κάγκουρα στην δεύτερη καταχώρηση του εξαίρετου σλανγκολήμματος).

Οι πουριτανοί σλανγκομάστορες μπορεί ορθώς να αναρωτηθούν για την δημοφιλία τής εν λόγω έκφρασης (άρα και τον λόγο καταχώρησης του λήμματος), ωστόσο είναι τόσο εύστοχη και αστεία που θεωρώ ότι η διάδοσή της από το έγκριτο τούτο ιστολόγιον είναι επιβεβλημένη.

Σλανγκασίστ από το Νο 338 Tweet του Forrest Gump του Νίκου Ζαχαριάδη στην Athens Voice.

Παράδειγμα από την εν λόγω ασσίστ:

- Κάγκουρας δεν αποκαλείται η επιδειξιοµανής εκείνη µορφή ζωής που περιφέρει τις εξατµίσεις-µπουρί, τις αεροτοµές και το «ντούφτιν-ντούφτιν» ενός επαγγελµατικού ηχητικού συστήµατος σε έναν οποιοδήποτε δρόµο για να το δουν όλοι; - Συνεπώς, µία επαγγελµατίας «ξοδεύτρια διατροφής» που περιφέρει τις αντίστοιχες δικές της αεροτοµές, τις αντίστοιχες δικές της εξατµίσεις και το αντίστοιχο δικό της «ντούφτιν-ντούφτιν» σε ένα οποιοδήποτε κανάλι, για να το δουν όλοι, δεν είναι η θηλυκή εκδοχή του «Κάγκουρα;»
- Άρα η εκποµπή δεν θα µπορούσε κάλλιστα να λέγεται «Real Καγκουρίνες of Athens»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοτομπατσοβανάκι είναι το όχημα της δημοτικής αστυνομίας που έχει μέσα κάτι χασομέρηδες με μπερέδες που τα ξύνουν, ενίοτε σου καρφώνουν και καμιά κλήση.

Πριν λίγη ώρα, μια ομάδα Δελτάδων μαζί με Φασίστες επιτέθηκαν στους μετανάστες έξω από την ΑΣΟΕΕ. Ένα δημοτομπατσοβανάκι σπάστηκε ελαφρώς από τους μετανάστες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα ακόμη περιττό φανάρι που δίνει την ευκαιρία σε κάφρους κάθε είδους να δοκιμάσουν αν λειτουργεί η κόρνα τους μισό δευτερόλεπτο αφού ανάψει πράσινο.

Η λειτουργία του περιορίζεται στο να σταματάει την κυκλοφορία για να περάσουν οι πεζοί και όχι κάποια άλλα οχήματα. Όποιος αναρωτηθεί γιατί δεν δημιουργείται υπέργεια/υπόγεια διάβαση αντί του σηματοδότη θέλω να τον κάνω παρέα.

Διάσημο πεζοφάναρο: Σύνταγμα προς Ερμού
Άσημο πεζοφάναρο: Θέλει να παραμείνει έτσι...

... αλλά δεν τα κατάφερε.

Κοντράκιας: Ώστε τα CRX είναι καλύτερα από τα Eclipse, ε μουνάκι; Πάμε τώρα ρε στο πεζοφάναρο στον Φοίνικα, δίπλα στην μπουγάτσα του κυρ-Θωμά, πριν στρίψεις για το αεροδρόμιο να σ' το παστελώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που αναζητώντας ένα ταξί επί ώρες, τελικά το βρίσκει και κάνει υπερβολικά νευρικές κινήσεις για να του τραβήξει την προσοχή.

Αποτέλεσμα: ο ταξιτζής τρομάζει και απομακρύνεται ή τον θεωρεί τρελό και πάλι απομακρύνεται.

- Άντε ρε,γιατί άργησες;
- Δεν έβρισκα ταξί και, όταν το βρήκα, αυτός τράκαρε σε μια κολόνα και έφυγε περνώντας με κόκκινο!
- Αμάν ρε μλκ, έχεις μέσα σου τον ταξιδιώκτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των γαμώ και αυτοκίνητο. Μεταξύ άλλων υποδηλοί:

  • Φοβερό... γαμώ τα αυτοκίνητα!
  • Αυτοκίνητο ιδανικό για ερωτικές περιπτύξεις,
  • Γαμημένο αυτοκίνητο (μαλάκας οδηγός) που σου κάνει σφήνα,
  • Αυτοκίνητο που οι καμπύλες του θυμίζουν γκόμενα,
  • Αυτό που ψιθυρίζει ο αλλοδαπός στα φανάρια που δεν τον αφήνεις να σου πλύνει τα τζάμια,
  • το αυτοκίνητο στην Ελλάδα μετά την ανατίμηση της βενζίνης.

- Έχω gamauto, πάμε μια βόλτα ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified