Η πόλη ή περιοχή από την οποία προέρχονται πολλοί κάγκουρες. Κατά το ποδοσφαιρομάνα και άλλα εις -μάνα.

  1. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απο τη μεγάλη καγκουρομάνα Θεσσαλονίκη και η ανάσα του μυρίζει τζατζίκι. Πρόκειται για το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της άνοιξης του 2015 που μόλις ανακοινώθηκε, δηλαδή την International eat a πιτόγυρο day. (Luben).
  2. H καγκουρομάνα Δυτική Αττική (όπως περιφρονητικά την αποκαλούν οι υποδέλοιποι κάτοικοι Αττικής), ζει και κινείται σε ένα δικό της, παράλληλο σύμπαν… (Εδώ).
  3. Να δούμε πότε θα βολτάρουμε... -Από που είναι το μηχανάκι σου; -Αυστρία. -Αααα... καγκουρομάνα..
  4. Νορμάλ πράγματα για την καγκουρομάνα πόλη των Σερρών. (Εδώ). Το νορμάλ για την καγκουρομάνα πόλη των Σερρών

  5. Ετσι, για την τιμημένη καγκουρομανα, την Κορυδαλλαρα. (Τουίτερ).

Εναλλακτικώς είναι η γκόμενα μανούλι που αρέσκεται σε κάγκουρες. Βλ. τον ορισμό για τη σελογκόμενα:

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα... Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα

(Εδώ) .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως σημαίνει το μαγαζί που πουλάει λάδι, το λαδάδικο (άνευ λινκ).

(Και για να μη λέτε ότι μόνο του Δον Μήτσου τα λήμματα μυρίζουν θυμάρι, αρμύρα και μελτέμι τσιμπήστε κι ένα παράθεμα από το διήγημα του Στρατή Μυριβήλη "Παναγιά Γοργόνα")

Περνούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, σ' ένα κεφαλοχώρι, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγίας τα ράχτα. Γλίτωσέ μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πρυμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι' αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τόσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο.

Λέσβος η Γοργόνα της Συκαμιάς

Ένα κλικ πιο σλανγκικά είναι το μαγαζί που πουλάει λάδια αυτοκινήτων.

Προς ενημέρωση: Το γνωστό λαδομάγαζο έφερε τα επίσημα λάδια της BMW 10-40, 5-40 και 5-30 σε καλές τιμές.... τσίμπησα κάμποσα λίτρα. (Φόρουμ 4 Τροχών).

Και, τέλος, στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, είναι το μασατζίδικο, όπου προσφέρεται βασικά μασάζ με διάφορα έλαια, και εν συνεχεία διάφορες σεξουαλικές "υπηρεσίες" ψιλοάτυπα και αναλόγως της κατάστασης. Βλ. και λαδάδικο, ελαιοτριβείο.

-μην εισαι πολυ σιγουρος για αυτο..μερικες φορες,σου πασάρει γκόμενα, που εχει κανει τα λιγοτερα ραντεβου :P....ΜΟΝΟ σε ΠΟΛΥ δικους της τα κανει αυτα.. ;).
-Γιαυτό και εγώ στην αρχή (όταν το λαδομάγαζο ήταν στον δεύτερο όροφο και πριν γνωρίσω "τι παίζει" με τις λαδοκόρες εκεί (από επιφύλαξη και μόνο) όταν μου πρότεινε η Ζ. μια συγκεκριμένη, διάλεγα πάντα να περάσω στο δωμάτιο μόνο με την ίδια, ώσπου με έμαθε ως μόνιμο δικό της πελάτη και από μόνη της μετά μου πρότεινε τις καλύτερες για τρίο μαζί της με απολύτως εγγυημένα αποτελέσματα (όπερ μεθερμηνευόμενον, να γίνεται μέσα στο δωμάτιο "της τρελής", να να σε αρπάζει η μιά και να λυσσάει πάνω σου η άλλη). (Από μπουρδελοσάη).

Απ' ό,τι διαπιστώνω στον γούγλη, ο σχηματισμός εις -μάγαζο έχει ελαφρώς υποτιμητική χροιά, χαρακτηρίζοντας ένα απλό, ταπεινό μίνιμαλ λαδο-φραπενείο, σε διάκριση ίσως από πιο πορνοντίσνεϊλαντ καταστάσεις με χαμάμ κ.ά.

Καμμια σχεση...... το Γ... 2-4 ειναι προσφατα ανακαινισμενο με χαμαμ ....ειναι ωραιο μαγαζί!!!! το Γ. 1 ειναι ενα απλο λαδομαγαζο (σαν χωρος)!

Και κλείνω, -με τι άλλο;- Μητροπάνο

Κάθε κάμαρα και Lee στα λαδάδικα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλορατσιστικός πλην μάλλον δικαιολογημένος χαρακτηρισμός για τους Γάλλους (άκα κουτόφραγκοι, πουρκουάδες).

Mπάκακες (frogs) αποκαλούν τους Γαλλαίους και οι αγγλοσάξονες ενώ βατραχοφάγους τους αποκαλούν οι φρίτσηδες (froschfresser), οι Δανοί (frøæder), οι Eσθονοί (konnasööja), οι Ρώσοι (lyagushatnik), οι Πολωνοί (żabojad) και οι Ούγγροι (békazabáló) (περισσότερα ici).

Ασίστ από το δουπού: ο ύποπτος για cryptobatracophagie Khan

1.
το προβλημα ειναι οτι το αμαξι ειναι ΓΑΛΛΙΚΟ. βατραχοφαγοι δεν κανουν για ποιοτικες κατασκευες.

2.
Γαλλία. Παρατσούκλια: Τρικολόρ, Πετεινοί, Κότες, Βατραχοφάγοι, Κλέφτες, Cheese-eating surrender monkeys

3.
το προβλημα με την προφορα των αγγλικων το «ελυσα» μιλωντας τα με γαλλικο accent μιας και ειμαι μισος Γαλλος. Ετσι στα αυτια των Αγγλων ,αντι να ειμαι ενας καραβλαχος Λαρισαιος με αθλια προφορα αγγλικων,ημουν ενας βατραχοφαγος Γαλλος με γοητευτικη «εξωτικη» προφορα.

Cuisses de grenouille à la provençale (από Khan, 04/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε σχέση με τον ορισμό του καρφί που δίνει ο Vikar («αμέσως, γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα, κατευθείαν», συνώνυμα: σφαίρα, ντουγρού, με τη μία), είναι το μέρος εκείνο ενός δρόμου, που είναι απολύτως ευθύ, χωρίς στροφές και ίσιο ή και ελαφρώς κατηφορικό, οπότε ο οδηγός μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και να κάνει προσπεράσεις, γενικότερα να το σανιδώσει, να πάει μαλλιά, μαλλιοκούβαρα, πατημένος και ταλιμπάν.

1. Του 'χω βάνει του 'χω φορτώσει το σαραντατρίο μπακαλική από την Τρίπολη για Θεσσαλονίκη, για πάνου Μακεδονία και έχω ξεκινήσει σιγούλια σιγούλια, και μόλις έχω φτάσει καλή ώρα Πελασγία και έχω πληρώσει τα διόδιά μου «κύριος», του 'χω βάνει τη δύο, μαλακωσιά πολύ γιατί το αμάξι ήταν βαρύ και του 'χα βάνει κανά 60άρι τόνοι φορτίο απάνου, και του 'χω βάνει την δύο, την τέσσερα, την έξι, την εφτά, την οχτώ, του 'χω καρφώσει και την εννιά και το πάω μαλακωσιά τ' αμάξι τώρα, 85 χιλιόμετρα στις 2.350 γιατί έχω βήμα γρήγορο πολύ, κι έτσι όπως πήγαινα σιγούλια σιγούλια εκοιτώ στο είδωλο κι έρχονται κάτι Τριπολιτσιώται... σου μιλάω για μαλλιά με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα, εκοπάναγε και το ελευθέρας στο ντουβάρι που 'χει κείθε, και μου περνάνε μαλλιά, κι έχω κοκκινίσει, την έχω ψωνίσει, σου λέω σαν τη μελιτζάνα... και του 'χω καρφώσει την δέκα, σανίδα το γκάζι, όρθιο σου λέω τώρα και το σαραντατρίο να 'χει κόψει καπίστρι, να 'χει σηκώσει πανί, και να σανιδώνει τώρα να δίνει. Τούφα το ντουμάνι! Εζυγώνω τον πρώτονε, τον επερνάω και μόλις έχω φτάσει στο δεύτερο, κείθε απάνου στους Αγίους Θεοδώρους, στο καρφί το καλό, Τον εζυγώνω, τον εζυγώνω, τον επερνάω και μόλις βγάνω φλας να μπω δεξά, όλη την αριστερή τετράδα τα πιστόνια και τον στρόφαλο τα πήρα στη μασχάλ'. Ε μα σου λέω για ολική καταστροφή!

(από Khan, 02/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Οφ-ρόουντ πίστα, οριοθετημένη με πορτοκαλί (συνήθως) κορδέλα.

Η χαρά των αυτομοτοκροσάδωνε, των εντουράδωνε και των πάσης φύσεως λασπομηχανάδωνε.

1.
στην εκκίνηση αλλά και μέσα στην κορδελιασμένη, σε κάνουν να νιώθεις παγκόσμιος, γλίτσα-τσουλήθρα στην αρχή, λασπωμένο χορτάρι, μετά περάσματα από το ποτάμι...

2.
Στον χώρο του τερματισμού ήταν η EXTREME ειδική η οποία ήταν προαιρετική για τους αναβάτες. Η κορδελιασμένη διαδρομή της, ήταν η ίδια που χρησιμοποιήθηκε και στο enduro-δικείο στην οποία προστέθηκαν εμπόδια από κορμούς και λάστιχα.

3.
Οι 190 αναβάτες enduro αψήφησαν την ζέστη και «δοκίμασαν» την τύχη τους σε μια απολαυστική αλλά και απαιτητική διαδρομή 51 χιλιομέτρων που ήταν μικρογραφία αγώνα enduro, με περάσματα από ξεροπόταμους, σαθρά ανηφορικά, σκεπαστά κατηφορικά, βράχια, κορμούς και ρίζες, ενώ στο μέσο της διαδρομής υπήρχε κορδελιασμένη «ειδική διαδρομή».

4.
- κορδελιασμένη ή χωρίς ;
- κορδελιάρα κορδελιάρα :msn-wink:

Κορδελιάρα διαδρομή (από σφυρίζων, 21/02/14)Κορδελιασμένη Καλαμπάκα (από σφυρίζων, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον πέντε μεγάλες κατηγορίες από σκοτώστρες:

1.
Σκοτώστρα Κορίνθου Πατρών! Διόδια STOP! Δεν πληρώνουμε!

2.
Η ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ…ΣΚΟΤΩΣΤΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΠΟΜΠΟΛΑ

3.
Η καθημερινή Έδεσσα: Μετέτρεψαν πάρκο σε παιδική σκοτώστρα

4.
Στάση ΣΚΟΤΩΣΤΡΑ στην καρδιά της Αθήνας

5..
Ένας ακόμη νέος άνθρωπος έχασε τη ζωή του οδηγώντας μια «σκοτώστρα» όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τις μοτοσικλέτες, πολλοί, κυρίως γονείς.

6.
Τα φιξάκια είναι λίγο σκοτώστρες στην αρχή, αλλά σου γίνονται πάθος

7.
- Η Tata Motors παρουσίασε την Πέμπτη το φθηνότερο αυτοκίνητο του κόσμου αξίας κάτι λιγότερο από 1.700 ευρώ.
- Πραγματικη σκοτωστρα. Των Flinstones αυτοκινητο πιο ασφαλες ειναι απο δαυτο.

8.
Γιαγιά - <σκοτώστρα> Μιλάμε τώρα ότι αυτή θα πρέπει να είχε βγάλει το δίπλωμα το ...1920.

9.
- Πάμε ρε μια βόλτα με την αμαξάρα μου να δείς τί πήρα.
(Ο φίλος ξέρει τι σκοτώστρα οδηγός είναι ο άλλος και αρνείται ευγενικά)
- Άσε ρε κι έχω μια δουλειά σε μισή ώρα.
- Μισή ώρα; Σε μισή ώρα πάμε Θεσσαλανίκη και ξαναρχόμαστε. Μια βολτίτσα εδώ κοντά σου λέω.

10.
Με τόση σήψη έχει γεμίσει ο τόπος έντομα και κάτι κουνούπια-τίγρεις, να με το συμπάθιο, ολόκληρη μετάγγιση σου κάνουν στο λεπτό. Μια σκοτώστρα θα την χρειαστώ φέτος. Όχι τις απλές. Εκείνες τις εισαγόμενες, τις ηλεκτροφόρες, που σου κάνουν το έντομο-μετάλλαγμα στραγάλι στο λεπτό να τελειώνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλο ένα ουτοπικό τοπωνύμιο της ελληνικής επαρχίας, όπως και τα Δρυμίκλανα, τα Σέκλανα, τα Τζιβιτζιλοχώρια, η Κωλοπετεινίτσα, το Λέτσοβο και το Κουραδόκαστρο.

Εν προκειμένω μιλάμε για απομακρυσμένο χωριό της υπαίθρου, του οποίου όμως οι κάτοικοι διάγουν πολυτελέστατο βίο κυκλοφορώντας θηριώδεις τζιπούρες Porsche Cayenne μες στα παραδοσιακά στενοσόκακα και τους επαρχιακούς δρόμους. Ο λόγος φέρεται να είναι ότι παντελόνιασαν ευρωπαϊκές επιδοτήσεις μετατρέποντάς τες σε τζιπ, γιατί μπόρεσαν (με διάφορα τερτίπια και την ανοχή του κράτους). Σε περίοδο μετα-μεταπολίτευσης τα καγιενοχώρια αποτελούν ακόμη μία απάντηση μεταξύ πολλών στο υπαρξιακό ερώτημα «γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε». Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί γενικά για χλιδαία φαινόμενα βλαχοκυριλοσύνης.

1. Άρμα: To... Καγιενοχώρι της Θήβας (και της φοροδιαφυγής).
Πηγαίνεις στο μικρό χωριό Άρμα κοντά στη Θήβα και είναι σαν να έφτασες στο... Μόντε Κάρλο. Αυτή την σουρεαλιστική εικόνα αντίκρυσαν άνδρες του ΣΔΟΕ που επισκέφτηκαν την περιοχή πριν λίγους μήνες. Η επίσκεψη δεν ήταν χωρίς λόγο. Αυτοκίνητα πολυτελείας, άνω των 3.000 κυβικών κυκλοφορούσαν συνέχεια, ενώ παντού υπήρχε η αίσθηση άνεση και πλούτου.
To συμπέρασμα που έβαλαν οι άνθρωποι του ΣΔΟΕ, είναι ότι αγρότες καταχράζονται τις επιδοτήσεις για να διάγουν πολυτελέστατο βίο με όλες τις ανέσεις γι' αυτούς και τις οικογένειές τους.

  1. Στα καγιενοχωρια δεν είχαν πρόβλημα να διπλοδηλωνουν για τις επιδοτήσεις. Δεν ήταν κλεψιά. Η απλή δήλωση κ φορολόγηση απο το κράτος είναι όμως. (Από το τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published

Επαγγελματική αργκό των οδηγών πούλμαν.

Στις μεγάλες αποστάσεις μοιράζονται το οδήγημα δύο οδηγοί. Όσο ο ένας είναι στο τιμόνι, ο άλλος πρέπει να ξεκουράζεται ή να κοιμάται. Τα πούλμαν όμως δεν έχουν κρεβατάκι, όπως οι νταλίκες. Ο χώρος που κοιμάται ο πουλμανατζής βρίσκεται στο κάτω μέρος του πούλμαν, εκεί όπου είναι και οι αποσκευές. Επειδή λοιπόν είναι βαθιά και σκοτεινά κει χάμω, το αποκαλούν τάφο.

- Μπάμπη, ξύπνα, πιάστηκα. Πάρ' το συ, να μπω λίγο στον τάφο να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη Κουτάλας παραπέμπει στο διασημότερο ίσως περίπτερο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Κατά καιρούς του έχουν γίνει διάφορα χαζο-αφιερώματα σε περιοδικά κλπ. Βρίσκεται στην παραλιακή λεωφόρο, στην κάθοδο, αμέσως μετά τη διασταύρωση της Βάρης και καμιά κατοσταριά μέτρα από εκεί που τελειώνει η λεωφ. Βουλιαγμένης.

Διατί Κουτάλας; Διότι σ' αυτό το περίπτερο όλοι σχεδόν οι πελάτες εξυπηρετούνται όντες εντός του αυτοκινήτου τους, μέσω μιας μακριάς κουτάλας (πιο πολύ φέρνει σε φτιάρι που 'χει για λαβή ένα σκουπόξυλο) που χειρίζεται ο επιδέξιος περιπτερούχος. Οι εποχούμενοι πελάτες, αφούν πουν τι θέλουν, τοποθετούν πρώτα το αντίτιμο στην αδηφάγο κουτάλα. Κατόπιν, αφού ο κουτάλας τσεπώσει το μπακίρι, η κουτάλα επιστρέφει γέμουσα αγαθών.

Εννοείται πως ο Κουτάλας έχει θησαυρίσει και τρώει κυριολεκτικά με χρυσά κουτάλια. Είναι κυριολεκτικά μαγαζί-γωνία. Δεν υπάρχει παραλιόβιος που να μη γνωρίζει το πέρασμα αυτό. Όλα τα σκυλιά της αθηναϊκής (καλοκαιρινής) νύχτας έχουν κάποτες αφήσει τον οβολό τους εκεί. Το ίδιο ισχύει και για τα στίφη των λουόμενων του καλοκαιριού, που κατευθύνονται προς τις παραλίες της Βουλιαγμένης, της Βάρκιζας, της Σαρωνίδας κ.ο.κ.

Διότι (και αυτό είναι πολύ σημαντικό) μετά τον Κουτάλα, τα περίπτερα στην παραλιακή μετριούνται στα δάχτυλα του μισού χεριού. Εκτός αυτού, είναι ψιλοχωμένα και δεν βρίσκονται ακριβώς απάνω στον κεντρικό δρόμο, ώστε να σκάσεις εκεί μπαμ με το αμαξικό σου και να τσιμπήσεις κύριος τα σιγαρέτα σου ή ότι άλλο γουσταρίζεις. Πρέπει να κάνεις παρακάμψεις και μανούβρες για να τα προσεγγίσεις, όπως π.χ. με το περίπτερο που ειναι στο Λαιμό της Βουλιαγμένης. Μανουριάρικες καταστάσεις, όπου χάνεις χρόνο και γίνονται τα νεύρα σου ζαρτιέρες.

Και στο πέρασμα του Κουτάλα όμως παίζει να γίνουν τα νεύρα σου κρόσια, εξαιτίας του τράφικ που δημιουργείται εκεί από αυτοκίνητα που περιμένουν στην ουρά να εξυπερετεθούν. Αν τώρα εσύ υπήρξες τόσο μαλάκας, ώστε προνόησες να καβατζωθείς με τσιγάρα κλπ και να μην ψάχνεις τελευταία στιγμή, τότε καλά να πάθεις. Θα τους λουστείς και θα περιμένεις μαζί τους...

Σ.ς.: Το παρόν λήμμα αναφέρεται σε συγκεκριμένο φαινόμενο του λεκανοπεδίου Αττικής και ειδικότερα της παραλιακής λεωφόρου. Ως εκ τούτου, ζητούμε την κατανόηση χρηστών μη εξοικειωμένων, για οποιοδήποτε λόγο, με το μαγικό κόσμο της και καλούα ελληνικής Ριβιέρας.

  1. - Μαλάκα ελπίζω να πήρες τσιγάρα.
    - Ω ρε πούστη μου το ξέχασα τελείως. Θα σταματήσουμε στον κουτάλα.

  2. - Άντε ρεεεεε...! Τσουλάτε καμιά ώρα τα καρότσα σας να φύγουμε!
    - Κουλ ντάουν βρε μαλάκα! Δλδ τι περίμενες, Κυριακή μεσημέρι καλοκαιριάτικο και να μην έχει κίνηση στην παραλία;
    - Δεν κατάλαβες, είναι που όλοι οι μαλάκες έχουν σταματήσει εδώ στον κουτάλα και κλείνουν το δρόμο.
    - Ε νταξ ρε φίλε, τότε ας πρόσεχες να μην έπιανες δεξιά λωρίδα σαν τους γέρους.
    - Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο κουτάλας λέω γω;

Φωτό: Βράσταγκιρλ. (από Vrastaman, 21/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified