Further tags

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.

Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.

- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πρωινές σηκωμάρες που συνδυάζονται με το κατούρημα, όπου δεν μπορείς να πετύχεις χέστρα.

Ξύπνησα με κάτι κατουρόκαυλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμιάς που ... δεν ξεχνιέται, που γαμάει καλά και μια γκόμενα τον ξαναθέλει, τον ζητά απελπισμένα.

Κάποιος γαμάει μια γκόμενα που τά 'χει με άλλον, αυτός όμως επειδή είναι φαρμακοπούτσης την φαρμακώνει, δηλ. την κάνει καλό γαμήσι και τον ξαναζητάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλικά, ο ασήμαντος.

  1. - Φέρε μου το κατσαβιδι ρε αρχιδομεζέ!

  2. - Ο αρχιδομεζές έπιασε και γκόμενα!

"Μᾶς ἔχουν πρήξει τὰ μέζεα τοῦ στεατοπυγικοῦ μας ὑποσυστήματος οἱ Γερμανοὶ" κατά Ζουράρι, όπου μέζεα= τα αρχίδια κατά Ἡσίοδον (2.44). (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι φτιαγμένη για να κάνει σεξ διαρκώς καθώς δεν το χορταίνει ποτέ. Η νυμφομανής.

- Θα βγω απόψε με την Κάτια, λες να καταφέρω να κάνω κάτι μαζί της; - Είσαι σοβαρός; Η κοπέλα είναι πουτσόδουλη! Θα περάσεις πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, ο πεοπαίχτης, ο ηλίθιος. Η φράση συναντάται και χρησιμοποείται κατά κόρον στο νησί της Σύρου.

- Ρε ψωλοκόπανε Ντόντο, πάλι έκλασες;

Βλ. και ψωλοβρόντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικά η κωλοτρυπίδα. Προκύπτει προφανώς απ' το κωλόφαρδος.

- Εξάρες ρε μουνί! Γύρισε το γαμημένο.
- Πάλι ρε πούστη μου... μου' χεις σκίσει τα κωλοφάρδουλα με το ζάρι σου σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο έχων πολύ μικρό / λεπτό πέος.

- Άσε μαλάκα Μπάμπη, βαράγαμε μια ομαδική με τα παιδιά το Σαββάτο και ο Τάκης είχε πολύ λεπτό πούτσο, σχεδόν τσιγάρο!
- Σώπα ρε μαλάκα, δεν τον είχα για κατσαβιδοψώλη τον Τάκη...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλοαφιονισμένος, -η, -ο: Αυτός ή αυτή που επιτίθεται σεξουαλικά εξαιτίας μακροχρόνιας στέρησης ή γενικότερης μανίας. Χαρακτηρίζει συνήθως νεαρά άτομα που εκδηλώνουν άμεσα και ξεδιάντροπα και πολλές φορές αδιακρίτως σεξουαλικό ενδιαφέρον από τα πρώτα λεπτά που αντικρύζουν κάποιον.

  1. Καλά τα κοριτσάκια σήμερα έχουν ξεφύγει τελείως. Σ'την πέφτουν με το "καλημέρα". Είναι τα περισσότερα καυλοαφιονισμένα!

  2. Ρε συ ο τύπος είναι ασυγκράτητος. Με έφερε σε δύσκολη θέση. Είχα καιρό να γνωρίσω κάποιον τόσο καυλοαφιονισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published