Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.

Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.

Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος που έχει μόνο άντρες. Μια παρέα όλο άντρες. Συνώνυμα: αρχιδόκαμπος, αρχιδαρία, ψωλαριό, πουτσαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Τι έλεγε το μπαράκι χτες, γκομενάκια είχε;
- Σοβαρέψου ρε, στο Eindhoven είμαστε, σκέτη ψωλαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνειρο κάθε άγαμου λιγούρη που βγαίνει σαββατόβραδο με την ελπίδα να γαμήσει. Ένας μουνόλακκος απαρτίζεται από πολλά άτομα γένους θηλυκού και από κανένα αρσενικό ον. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΟΜΟΡΦΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ!!!

Άκου να δεις τι έπαθα χθες που βγήκα με την Μαίρη. Μου λέει: θα περάσουν και οι φίλες μου να σε γνωρίσουν. Ε, μετά από 10' σκάει μύτη ένας μουνόλακκος άλλο πράγμα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ωραία γκόμενα που είναι σκύλα και σε φτύνει και που συνήθως είναι ανοργασμικιά ή εργασιομανής ή λεσβία ή top model.

- Η Kate Moss είναι πολύ παγόμουνο.

(από Galadriel, 28/02/09)Ήλιος χειμωνιάτικος ψυχρός (από Dirty Talking, 20/03/09)

βλ. και κρυομούνα, ice queen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Τόσο πολύ όμως που... έχει καταντήσει να τη βροντάει (τη χτυπάει δυνατά... χάμω ή οπουδήποτε αλλού!!!).

Ρε μαλάκα τι κάνεις κλεισμένος σπίτι; Ψωλοβροντάς όλη μέρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ίδιο με το «φιδέμπορας» στο πιο προσβλητικό, συν το ότι αυτά που λέει είναι βλακείες (παπαριές).

-Μου σπάει τα νεύρα αυτός. Είναι μεγάλος αρχιδέμπορας.

Βλ. και ψωλέμπορας, φιδέμπορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσμενη και αναπάντεχη αναποδιά. Συνώνυμα: ήττα, νίλα, πακέτο, κάζο.

Συνήθως ακολουθείται από το ρήμα τρώω σε αντίστοιχο χρόνο, ενδεχομένως και όχι.

  1. - Τ’ άκουσες, ε; Θα κάτσουμε ως τις 8 στο γραφείο.
    - Ψωλιά που φάγαμε και σήμερα..

  2. Τί ψωλιά ήταν κι αυτή!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified