Further tags

Παροιμία που χρησιμοποιούμε ειρωνικά για μία καθώς πρέπει κοπέλα που στην πραγματικότητα είναι ελευθέρων ηθών. Ενώ είναι παρθένα και όλοι το γνωρίζουν, αυτή βρίσκει τρόπους να κάνει σεξ από διαφορετικές οδούς, εξού και το τραγούδι "τι κι αν έχω περίοδο, γνωρίζω κι άλλη δίοδο", γνωστής λαϊκής καλλιτέχνιδος.

- Ρε κρατάς μυστικά; Χτες το έκανα με τη Ρένα... Τι να λέμε, παρθενάκι και πρώτη της φορά.. λεπτό το ζήτημα, καταλαβαίνεις τώρα...
- Με την ποια; Τη Ρένα που είναι απο μπρος παρθένα και απο πίσω μπαίνουν τρένα; Χαχαχα μπράβο ρε επιβήτορα παρθενοκυνηγέ, χαχαχα
- Ε άντε και γαμήσου ρε Φρίξο...

Για το λόγου το αληθές! (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα.

Η Σάσα είναι μεγάλη ψώλα. Αν βάλεις στη σειρά τις καρέσες που έχει φάει, φτάνεις στην Αμερική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για ευνόητους λόγους.

- Τι έγινε τελικά ρε Γιώργο, το πιτσίλισες το μώρακι χτες;
- Άσε ρε μάγκα, έμπλεξα με παρθενοπιπίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Σπανιότερα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το ανδρικό μόριο.

- Άμα δει το κρέας μου να δεις για πότε θα της πέσουν οι αναστολές και το υφάκι!
- Σιγά ρε πουτσαρά!

Στο 0.25 (από Khan, 17/03/14)

Και πουτσοκρέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος ο οποίος παράγεται από το γεννητικό όργανο μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.

- Πω πω δες αυτό το μουνί ρε!
- Πρέπει να 'ναι και πολύ φλίτσι-φλίτσι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύνω στα μούτρα.

Προφανής παραπομπή στην αγιαστούρα με την οποίαν οι παπάδες ραντίζουν και ευλογούν το εκκλησίασμα.

Σχετικά λήμματα: την έβγαλα ασπροπρόσωπη, τον έδωσα λουκάνικο

- Μα μου, δεν ξέρω, δεν κάνω ... πάρ' τα μωρή άρρωστη, της λέω ... και την ευλόγησα κανονικά ... αφού, μανίτσα μου, της λέω μετά, το ξέρεις ότι οι πρωτεΐνες κάνουν καλό στο δέρμα ... σα μάσκα προσώπου είναι ... μόνο πιο υγιεινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Pretty Huge Dick.

Εκτός από το γνωστό διακριτικό των διδακτορικών αποφοίτων, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι κάτοχος πολύ μεγάλου πέους.

- Ρε κοπελιά πάμε για κανένα καφεδάκι;
- Ρε συ τι λες τώρα;! Εδώ σου λέω έχω P.h.D. στα χέρια μου και θα τρέχω για πουρνάρια;

Βλ. και Ph.D.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιτσιρίκα που τρελαίνεται για ψωλές. Στοιχίζει μόνο μερικά ποτά στα μπαράκια. Πήδημα στο αυτοκίνητο.

- Ρε συ, που έχει χαθεί αυτός ο Μήτσος;
- Έχει μπλέξει με μια ψωλέτα και γυρνάει από μπαράκι σε μπαράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον παίρνω. Απαντάται και ως «τον ψιλοκολατσίζω».

- Ρε συ, λες να τον ψιλοκολατσίζει ο Τάκης;
- Καλά ρε, πού ζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο σεξουαλικός ερεθισμός, το κάβλωμα, η διέγερση.

Ρε συ, κοίτα τη την μουνίτσα, δεν το περίμενα, μου έφτιαξε παπάρι.

Got a better definition? Add it!

Published