Further tags

Ο υπερβολικά ενθουσιώδης, που η καύλα του για κάτι δεν κρατιέται, ωσάν πύραυλος.

Τι θα γίνει ρε πύρκαυλε; Θα φύγεις με το μηχανάκι μου δεμένο στην κολόνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, που πετάγεται παντού και πάντα, ο αδιάκριτος.

Και πάμε που λες με το γκομενάκι στην κρεβατοκάμαρα και πάνω που πάει να γίνει το μουχαμπέτι, μπαίνει μέσα ο μαλάκας ο Σάκης σα σφηνόπουτσα και ρωτάει αν χωράει κι αυτός!

Βλέπε και στο ξεκαύλωτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευπαρουσίαστη κοπέλα, η όμορφη και σέξυ.

- Πωπω, η Κατερίνα από το σχολείο είναι αυτή ρε; Που ήταν γεμάτη σπυράκια και σώμα σαν άντρας; Πώς έγινε έτσι τούμπανο ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν την δεις θα καταλάβεις τι εννοώ. Η κοντή γεματούλα, χωρίς το γνώθι σεαυτόν, που μου φοράει το μίνι, καλτσόν δίχτυ και μπότα μαύρη.

Κοίτα, κοίτα τον μπόγο, την χιονόμπαλα, λύγισμα και κούνημα και αυτοπεποίθηση το κοντοπούτανο! Με τρελή πίπα θα τον κρατάει τον άλλον τον χάφτα δίπλα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

=Παίρνει Πίπα Όρθια.
Υποδηλώνει την υπερβολικά κοντή γυναίκα, η οποία φθάνει μέχρι το ύψος του ανδρικού μορίου.

-Πόσο κοντή είναι αυτή: -Σκέτη Π.Π.Ο.

(από Khan, 19/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαμμένο μουνί = Άθλια κατάσταση..

.

- Πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα, σαν κλαμμένο μουνί..!!

(από Khan, 01/07/14)

Βλ. και μουνί κλαμένο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει το σπέρμα του ανθρώπου που δεν γνώρισε πατέρα.

Μεταφορικά, άρα και πιο ευρέως διαδεδομένα, σημαίνει τον ηλίθιο, τον ανεπιθύμητο.

Ήρθε πάλι αυτό το μουλόσπερμα ο Γιώργος; Ποιος τον κάλεσε;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλωτικά, σημαίνει την σερβιέτα, το πανί περιόδου. Συνυποδηλωτικά, όμως, σημαίνει τη γυναίκα-σίχαμα ή απλά μη αρεστή σε εμάς.

- Άι σιχτίρ ρε μουνόπανο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα (ή και ο άντρας) που αρέσκονται σε «αθλήματα» όπως η πεολειχία (το γνωστό τσιμπούκι) και διαπρέπουν σε αυτά.

- Ο σκύλος μου είναι μεγάλη πουτσογλείφτρα. (???!!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το πουριτανή καριόλα. Είναι αυτή που την ξέρουν ως σεμνή, όμως με τη πρώτη ευκαιρία αποδεικνύει το αντίθετο.

- Είδες ρε συ Λόλα, αυτή η Στέλλα που σαλιαρίζονταν με τον φλούφλη..;
- Ναι ρε μόρτισσα, σ'το είχα πει ότι είναι πουριτανιόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified