Selected tags

Further tags

Το κωλόπαιδο, ο παλιοχαρακτήρας που επωφελείται μόνο για τον εαυτό του.

Είπα στον Κώστα ότι μου αρέσει η Χριστίνα και οτι θα έκανα κίνηση να την πλησιάσω και ενώ τόσο καιρό ούτε γυρίζει να τη κοιτάξει, χτες της την έπεσε εκείνος και τα έφτιαξε μαζί του. Είναι πολύ μουνής ο τύπος!

Ομώνυμο έργο της Λένας Κιτσοπούλου που ανέβηκε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. (από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το στοματικό σέξ που κάνει ο άντρας στη γυναίκα με περιστροφική κίνηση της γλώσσας (όπως η προπέλα).

- Και που λέτε την βάζω κάτω και της βγάζω το εσώρουχο και την αρχίζω στην προπέλα...
- Άσε ρε ψεύτη που πήγε μαζί σου η κοπέλα! - Λες και έχεις κάνει ποτέ στοματικό σε γυναίκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που του αρέσει να κάνει στοματικό σεξ σε γυναίκα, όχι απαραίτητα με τη μέθοδο της προπέλας.

Δηλώνει τον άντρα με επιδέξια γλώσσα.

Βγήκαμε χτες για ποτό με την Χριστίνα και μας έλεγε για τον δικό της... Μεγάλος προπελάκιας ο Νίκος! Τυχερή κοπέλα, την κάνει και τελειώνει κάθε φορά! Όχι σαν τον δικό μου τον μούχλα που μόνο πήδημα θέλει...

Got a better definition? Add it!

Published

Χαϊδευτικά, το πέος όταν πρόκειται για στοματικό σεξ.

– Μωρό μου θες να γλείψεις λίγο γλειφιτζούρι;
– Άμα δώσεις και συ φιλιά στο γατάκι, κάτι θα γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή χωρίς δόντια.
Είναι το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα προσεκτικά χωρίς να «δαγκώνει». Υποτιμητικά κυρίως αν κάποια μεγάλη σε ηλικία κάνει στοματικό σε νεότερό της.

- Καλά ρε μαλάκα πήγες με την διευθύντριά σου; Αυτή σου ρίχνει 20 χρόνια! - Ναι αλλά κάνει ένα στοματικό άλλο πράγμα.. - Κατάλαβα.. Αμασέλωτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως και η μουνίτσα, είναι η κοπέλα μικρής ηλικίας που η παρουσία της αναστατώνει τα αγόρια.

- Έκατσαν δίπλα μας στην παραλία 2 καυλίτσες και τους πιάσαμε κουβέντα με το Γιώργο. Κανονίσαμε για ποτάκι το βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες (χωρίς αυτό να αποκλείει και αληθινά περιστατικά - μακριά από μας) και είναι τεχνική όπου η γυναίκα κάνει ταυτόχρονο στοματικό σεξ σε 2 άντρες.

- Είχε χτες μια τσόντα με μαύρους στο συνδρομητικό, άστα να πάνε. Ήταν μια και τους είχε τρελάνει στα διτσίμπουκα!

βλ. και δίμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι φτιαγμένη για να κάνει σεξ διαρκώς καθώς δεν το χορταίνει ποτέ. Η νυμφομανής.

- Θα βγω απόψε με την Κάτια, λες να καταφέρω να κάνω κάτι μαζί της; - Είσαι σοβαρός; Η κοπέλα είναι πουτσόδουλη! Θα περάσεις πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου γαμιέται.

- Πού είναι Μήτσος ρε;
- Ξέρω γω ρε; Κ.Γ.!!

Βλ. και Κ.Κ..

Got a better definition? Add it!

Published

Φιλικά, ο ασήμαντος.

  1. - Φέρε μου το κατσαβιδι ρε αρχιδομεζέ!

  2. - Ο αρχιδομεζές έπιασε και γκόμενα!

"Μᾶς ἔχουν πρήξει τὰ μέζεα τοῦ στεατοπυγικοῦ μας ὑποσυστήματος οἱ Γερμανοὶ" κατά Ζουράρι, όπου μέζεα= τα αρχίδια κατά Ἡσίοδον (2.44). (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified