Το κρέας από προβατίνα, συνήθως κάποιας ηλικίας....
το χοντρό είναι καλό αν το βράσεις αρκετή ώρα σε χαμηλή φωτιά.
Δεν μου αρέσει το χοντρό γιατί συνήθως μυρίζει περίεργα.
Το κρέας από προβατίνα, συνήθως κάποιας ηλικίας....
το χοντρό είναι καλό αν το βράσεις αρκετή ώρα σε χαμηλή φωτιά.
Δεν μου αρέσει το χοντρό γιατί συνήθως μυρίζει περίεργα.
Got a better definition? Add it!
Το βρώσιμο βλαστάρι ενός υδρόφιλου κισσο-ειδούς με την επιστημονική ονομασία Tamus communis Ο βλαστός μοιάζει λίγο εμφανισιακά με το σπαράγγι αλλά διαφέρει και το φυτό και η γεύση. Είναι μάλλον πικρές και συνήθως τις μαγειρεύουν με κρεμμύδι για να ξεπικρίσουν λίγο. Συνήθως φυτρώνουν σε ποταμιές και συχνά είναι δύσκολο να τις μαζέψει κανείς.
Στην ποταμιά θα βρεις οβριές αλλά πρόσεχε τα φίδια.
Άστες, δεν αξίζει να σπάσεις κανένα πόδι για δυο οβριές.
Got a better definition? Add it!
Βρώσιμα βλαστάρια που έχουν χάσει την αρχική τους ζουμερή υφή, έχουν αναπτύξει ίνες ή παραφυάδες. Κυρίως για σπαράγγια και Οβριές.
Μην το μαζεύεις, είναι γεροκοτσανιασμένο.
βρήκα κάτι γεροκοτσανιασμένα.
Got a better definition? Add it!
Το Amanita Muscaria ή ο Αμανίτης ο μυγοκτόνος είναι το κλασικό κόκκινο μανιτάρι των παραμυθιών με τις άσπρες βούλες. Παραισθησιογόνο και δηλητηριώδες ανάλογα με την ποσότητα, μπορεί να προκαλέσει και τον θάνατο σε μεγάλη ποσότητα.
Δεν υπάρχει ούτε μουρλό.
Βρήκαμε μουρλομανίτες σαν να τις είχαν σπαρμένες.
Got a better definition? Add it!
Μανιτάρια
Πάμε για μανίτες στο βουνό;
μάζευε χόρτο που θα βρεις και μανίτα που γνωρίζεις
Got a better definition? Add it!
Έτσι ονομάζεται συνήθως ένα παχύφυλλο ποώδες φυτό που φυτρώνει κοντά στην θάλασσα. Μυρίζει λίγο ιώδιο και θάλασσα. Τρώγεται ώμο, τουρσί, με σκέτο λάδι ή με λεμόνι. Εξαιρετικό συμπλήρωμα σε σαλάτες αλλά σε μικρή ποσότητα. Συνηθισμένο στις Ελληνικές παραλίες.
βάλε λίγα κρίταμα, πάνω στο αυγό, με μια στάλα μαγιονέζα και αλατοπίπερο.
Got a better definition? Add it!
Σχετικά βαθύ μαγειρικό σκεύος, κατσαρόλα. Κυρίως στα Επτάνησα.
Κατέβασε την παδέλα από την φωτιά.
Μην τρως μέσα από την παδέλα.
Got a better definition? Add it!
Το μπέηκον που αν και ψημένο, δεν έχει αποκτήσει καθόλου τραγανότητα και παραμένει μαλακό.
Η προέλευση της συνταγής αυτής χάνεται στα καπή της Αμερικανικής Δύσης του 19ου αιώνα. Εκεί λόγω των συνθηκών ζωής που οδηγούσαν στην απώλεια των δοντιών, αναγκαζόντουσαν να καινοτομούν στις μεθόδους ψησίματος του παραδοσιακού και εύγευστου εδέσματος.
- Μικρέ, πκιάσε μια φασόλια με λαρδί και μιά κότον μπέηκον!
- Ότι πει ο παππούς που είναι πελάτης με τα ούλα του!
- Αν ήμουν 10 χρόνια νεότερος θα στις έβρεχα τσακάλι...
- Αν ήσουν 10 χρόνια νεότερος θα ετρωγες και τραγανό μπέηκον!
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.
Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση
'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified