Αλλιώς ο μπαζοκρύφτης, δηλαδή τα τεράστια τρέντι γυαλιά τύπου πούλμαν, που θυμίζουν παρμπρίζ λεωφορείου, έχουν δε ως κύριο σκοπό να κρύψουν την μπαζοσύνη του μπάζου που τα φορά και να κόψουν κάτι από την επιθετικότητα της ωστικής δύναμης του μπαζούκας.

Συνηθίζονται πολύ στο Facebook, από κοπελιές που δεν το έχουν με την εμφάνιση, πλην είναι φιλότιμες και δεν θέλουν να παραιτηθούν από το παίγνjιο της σαγήνjης.

Αρχαιοκαυλιστί: ἀλεξίμπαζον, φωγαλλιστί: para-baze, ενώ ο μπαζοκρύφτης είναι το cache-baze. (Πλάκα κάνω γερμανέ μεταφραστή).

Πάσα: allivegp.

- Ωραίο γκομενάκι αυτή η φίλη σου η Εύα92, κάτσε να την κάνω κι εγώ μια προσθήκη.
- Όπα, κοτζάμ μπαζοκόφτη δεν τον είδες, γιατρέ μου; Γιατί νομίζεις ότι τον φοράει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς αποδεκτό ως σουτιέν.

Μωρή τα είδες τα καινούρια βυζιά της Μαρίας; θα της σκίσουν τα βυζοσάκουλα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος τζάκετ, πανωφοριού δηλαδή. Από το flight jacket, που αναφέρεται σε αρκετές παραλλαγές του ενδύματος.

Στα ελληνικά σημαίνει κάτι τέτοιο: Κοντό, με λάστιχο στην μέση, συνθετικό, γυαλιστερό σαν φόδρα μέσα κι έξω, εξωτερικά μαύρο ή λαδί, εσωτερικά φωτεινό πορτοκαλί, με σχεδόν ανύπαρκτο γιακά. Τσέπες με φερμουάρ και θήκες για στυλό (όπου έμπαιναν φυσίγγια, για εφέ) ψηλά στα μανίκια, στο ύψος του μπράτσου και τσέπες χαμηλά για να μην κρυώνουν τα χέρια. Ντουμπλ-φας (φοριέται και το μέσα έξω) και αντιανεμικό, ανάλογα βέβαια με την ποιότητα της κατασκευής.

Κάποτε πολύ της μόδας, μετά υποβιβάστηκε σε πιο καγκούρικη επιλογή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, αρχές ενενήντα. Έως τα μέσα των 90's, απ' όσο θυμάμαι, είχε περιπέσει πια σε ανυποληψία ή έστω, σε χρήση ως το μπουφάν των μαστόρων πάνω στο γιαπί.

Ξεχωριστή ιστορία έχει το φλάι για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ (π.χ. βλ. εδώ). Στην θύρα 4 όσοι είχαν φλάι το φορούσαν ανάποδα, με το πορτοκαλί του απ' έξω. Ήταν μια περίοδος που στην Βόρεια Ελλάδα το φλάι ανάποδα είχε φτάσει να σημαίνει για τον καυλοπιτσιρικά την στολή της οποιασδήποτε ιδιαίτερης περίστασης με χαρακτήρα καταδρομικής: κατάληψη, πενταήμερη, τσαμπουκάδες με άλλα σχολεία και τέτοια.

  1. Από εδώ:

Δηλωνω δημοσιως οτι μετανιωνω οικτρα για οσες φορες εχω χλευασει τα φλαϊ και αυτους που τα φορανε. Σημερα ειδα το This is it κι ο Μαϊκολ φοραγε ολη την ωρα ενα φλαϊ. Κανονικο. Πορτοκαλι απο μεσα και με τα ολα του.

  1. Από εδώ:

θυμάμαι κερκιδα παοκ να φορανε ολοι fly.. και στα γκολ τα γυρναγανε στα πορτοκαλι ολοι :D

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυστηρά πεζοδρομιακή μεν, ακριβής δε, απόδοση του αγγλικού cocksock που εμπλουτίζει επαξίως την εγχώρια πουτσοσλάνγκ. Μπορεί να αναφέρεται: Α) στην εξέλιξη του συχνά πολύχρωμου και με σχέδια παραδοσιακού πλεκτού, που οι Κροάτες λένε nakurnjak, οι Νορβηγοί forhyse και vænakot, κι οι Φαροέζοι kallvøttur και purrivøttur που όλα τους σαν σκοπό έχουν την προστασία των αχαμνών από το, προ κλιματικής κρίσης, δριμύ ψύχος στα εκεί μέρη. Η σημερινή, συνηθέστερα από συνθετικό ύφασμα, παίζει σαν ερωτικό αξεσουάρ μεταξύ μελών του αδελφάτου και σαφώς περισσότερο σαν δώρο για πλάκα μεταξύ μετεφήβων καρντάσηδων (βγάζει περισσότερο γέλιο σε small απ’ ό,τι σε large, αλλά κουμπάρος γίνεται εκείνος που, στο πάρτι, το δωρίζει σε ΧΧL).

Ο kokos25kokos την ξέρει σαν Πουτσαρχιδοφανέλα

Β) στο αποκαλούμενο σεμνότυφα «ένδυμα σεμνότητας», εκ του αγγλικού modesty cover, στα σινάφια ηθοποιών, αρχαϊστί· «υποκριτών». Χρησιμοποιείται στο γύρισμα ερωτικών σκηνών σε main stream παραγωγές, ώστε να μην έρθει στη δυσάρεστη θέση κάποιος εμπλεκόμενος να ακουμπήσει τα παπάρια κάποιου άλλου. Λεπτής ύφανσης, κυκλοφορεί μονόχρωμη, αυστηρά ασορτί με την επιδερμίδα του φέροντος. Αν και δεν παραμένει εύκολα στη θέση της, κρατά μακριά το Metoo. Παίζει και το ντεμέκ καθωσπρέπει πεόκαλτσα.

Γ) στο προστατευτικό από τις υπεριώδεις ακτίνες κάλυμμα, που χρησιμοποιούν περισσότερο οι φανατικοί του σολάριουμ, παρά φυσιολάτρες.

Ουσιαστικά πρόκειται για την από χρόνια αναφερόμενη απ’ τον Πετρόπουλο, και σαφώς επακριβέστερη …μεταφραστικά, αλλά κι εννοιολογικά, αρχιδοσακκούλα· μια και το pouch :σακούλα -προφέρεται …πάουτς- αφενός αποτελεί επεξήγηση του προϊόντος στα ηλεκτρονικά μαγαζιά, αφετέρου, σλαγκικώς, προφανέστατα, κουμπώνει τέλεια. Προς αποφυγή παρερμηνειών: δεν διαθέτει ιμάντες· δεν είναι σπασουάρ (jockstrap), ούτε κουραδοκόφτη· δεν είναι αντρικό στρινγκάκι.

«Υπάρχει ένα ‘ένδυμα σεμνότητας’ όπως το αποκαλούμε τώρα, που χρησιμοποιείται στις ερωτικές σκηνές σε όσους έχουν πέος», μου εξηγεί ο Zev Steinrock στο Skype. «Εκεί τοποθετείς ουσιαστικά όλη την περιοχή σε ένα σακουλάκι. Παλαιότερα το έλεγαν… Συγνώμη, δεν υπάρχει κάποιος κατάλληλος τρόπος να στο πω… Το έλεγαν πουτσόκαλτσα!» (απ' εδώ)

...ας εξηγήσουμε πως πεοκάλτσα, cock sock αγγλιστί, είναι το κάλυμμα που πέους που χρησιμοποιείται συνήθως στις ανδρικές γυμνές σκηνές κατά τα γυρίσματα μιας ταινίας. Ένα τέτοιο λοιπόν φόραγε κι ο Isaac στην σκηνή του Dune όπου εμφανίζεται γυμνός κι ευάλωτος, αν θυμάστε (απ' εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published