Selected tags

Further tags

Αυτος που περναγε από την Kυψελη φωναζε το εξης "πρωτοτυπο" : "καρεκλάς, αντε καρεκλάς"
[1\http://www.stougiannidis.gr/AENAON/AS9/kareklas.pdf Χτές ήρθε ο καρεκλάς ο Γιώργος στο πάρτυ, και φορούσε ένα καρεκλάδικο ντύσιμο, πουκάμισο με γιακά μεγάλο σαν προπέλα, βελούδινο κουστούμι, καμπάνα παντελόνι και μπότα-πλατφόρμα.

Συνήθως πλανόδιος, τεχνίτης πλεξίματος και επισκευής καρεκλών τύπου καφενείου (με ψάθυνο κάθισμα). Όσοι απο εμάς είμαστε αρκετά ηλικιωμένοι και το προλάβαμε, θυμόμαστε τον πλανόδιο, συνήθως Ρομά (γύφτους τους λέγαμε τότε) ο οποίος φώναζε "Έλα Έλα καρεκλάς" ή "Ο καρεκλάααας" κοκ. Θυλικό: καρεκλού

Επειδή συνήθως οι Ρομά εκείνη την εποχή πολές φορές φορούσαν και πολύχρωμα πουκάμισα, συχνά τύπου λαχουρέ, η χρήση του όρου εξαπλώθηκε και έλαβε μεταφορικό χαρακτηρισμό όσων φορούσαν πολύχρωμα ή κακόγουστα, παλαιομοδίτικα ή Disco ρούχα. Πλανόδιος Καρεκλάς Καρεκλάς επι το έργον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, το οποίο με την μεταφορική έννοια του όρου, τις δεκαετίες 70 και 80, εχρησιμοποιείτο διασταλτικά για να χαρακτηρίσει πρόσωπο ή αντικείμενο ως παρακατιανό, ή αδέξιο, κακόγουστο, ξεπερασμένο κοκ. Ενοίοτε, απο πιό προχωρημένους για την εποχή νέους, ο όρος εχρησιμοποιείτο στη μορφή "καρεκλωτό".

Ρε Κώστα, τί καρεκλάδικο βάψιμο είναι αυτό που έκανες στον τοίχο? Δεν γίνεται να το αλλάξεις? Χάλια είναι.

Πατέρα μα τί καρεκλάδικο αυτοκίνητο είναι αυτό που αγόρασες? Τί καρεκλάδικα πουκάμισα είναι αυτά που φοράτε όλοι σας? Μα πού τα βρήκατε αυτά τα λαχούρια και τα βάλατε? Εγώ δεν βγαίνω έξω μαζί αν δεν τα βγάλετε. Ρε Γιάννη, τί καρεκλωτό χρώμα είναι αυτό του μπουφάν? Δεν μπορούσες να πάρεις άλλο?

Πηγή φωτογραφίας με καρεκλάδικα Λαχούρια πουκάμισα

καρεκλάδικα πουκάμισα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως "αρένα" ονομάζεται από κάποιους η βοηθητική πετσέτα που στρώνεται, προκειμένου να γίνει επάνω της η αλλαγή της πάνας του βρέφους. Προφανώς, η δυσκολία που αντιμετωπίζουν πολλοί για την αντικατάστασή της, ιδιαίτερα στην αρχή, τους οδήγησε να επινοήσουν αυτόν τον χαρακτηρισμό.

Τι μωρό κι αυτό! Μια ώρα με παίδευε πάνω στην αρένα!

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι το μπουφάν, πανωφόρι στρατιωτικού τύπου εκ του αγγλικού battle dress.

Κρύωνε κι έβαλε έναν παλιό πατατρέ.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυστηρά πεζοδρομιακή μεν, ακριβής δε, απόδοση του αγγλικού cocksock που εμπλουτίζει επαξίως την εγχώρια πουτσοσλάνγκ. Μπορεί να αναφέρεται: Α) στην εξέλιξη του συχνά πολύχρωμου και με σχέδια παραδοσιακού πλεκτού, που οι Κροάτες λένε nakurnjak, οι Νορβηγοί forhyse και vænakot, κι οι Φαροέζοι kallvøttur και purrivøttur που όλα τους σαν σκοπό έχουν την προστασία των αχαμνών από το, προ κλιματικής κρίσης, δριμύ ψύχος στα εκεί μέρη. Η σημερινή, συνηθέστερα από συνθετικό ύφασμα, παίζει σαν ερωτικό αξεσουάρ μεταξύ μελών του αδελφάτου και σαφώς περισσότερο σαν δώρο για πλάκα μεταξύ μετεφήβων καρντάσηδων (βγάζει περισσότερο γέλιο σε small απ’ ό,τι σε large, αλλά κουμπάρος γίνεται εκείνος που, στο πάρτι, το δωρίζει σε ΧΧL).

Ο kokos25kokos την ξέρει σαν Πουτσαρχιδοφανέλα

Β) στο αποκαλούμενο σεμνότυφα «ένδυμα σεμνότητας», εκ του αγγλικού modesty cover, στα σινάφια ηθοποιών, αρχαϊστί· «υποκριτών». Χρησιμοποιείται στο γύρισμα ερωτικών σκηνών σε main stream παραγωγές, ώστε να μην έρθει στη δυσάρεστη θέση κάποιος εμπλεκόμενος να ακουμπήσει τα παπάρια κάποιου άλλου. Λεπτής ύφανσης, κυκλοφορεί μονόχρωμη, αυστηρά ασορτί με την επιδερμίδα του φέροντος. Αν και δεν παραμένει εύκολα στη θέση της, κρατά μακριά το Metoo. Παίζει και το ντεμέκ καθωσπρέπει πεόκαλτσα.

Γ) στο προστατευτικό από τις υπεριώδεις ακτίνες κάλυμμα, που χρησιμοποιούν περισσότερο οι φανατικοί του σολάριουμ, παρά φυσιολάτρες.

Ουσιαστικά πρόκειται για την από χρόνια αναφερόμενη απ’ τον Πετρόπουλο, και σαφώς επακριβέστερη …μεταφραστικά, αλλά κι εννοιολογικά, αρχιδοσακκούλα· μια και το pouch :σακούλα -προφέρεται …πάουτς- αφενός αποτελεί επεξήγηση του προϊόντος στα ηλεκτρονικά μαγαζιά, αφετέρου, σλαγκικώς, προφανέστατα, κουμπώνει τέλεια. Προς αποφυγή παρερμηνειών: δεν διαθέτει ιμάντες· δεν είναι σπασουάρ (jockstrap), ούτε κουραδοκόφτη· δεν είναι αντρικό στρινγκάκι.

«Υπάρχει ένα ‘ένδυμα σεμνότητας’ όπως το αποκαλούμε τώρα, που χρησιμοποιείται στις ερωτικές σκηνές σε όσους έχουν πέος», μου εξηγεί ο Zev Steinrock στο Skype. «Εκεί τοποθετείς ουσιαστικά όλη την περιοχή σε ένα σακουλάκι. Παλαιότερα το έλεγαν… Συγνώμη, δεν υπάρχει κάποιος κατάλληλος τρόπος να στο πω… Το έλεγαν πουτσόκαλτσα!» (απ' εδώ)

...ας εξηγήσουμε πως πεοκάλτσα, cock sock αγγλιστί, είναι το κάλυμμα που πέους που χρησιμοποιείται συνήθως στις ανδρικές γυμνές σκηνές κατά τα γυρίσματα μιας ταινίας. Ένα τέτοιο λοιπόν φόραγε κι ο Isaac στην σκηνή του Dune όπου εμφανίζεται γυμνός κι ευάλωτος, αν θυμάστε (απ' εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published