Further tags

Αυτός που κάνει τσαλίμια. Από το τουρκικό çalım που σημαίνει προσποίηση ή επίδειξη. Τον τσαλιμακά προσδιορίζουν και οι δύο αυτές ιδιότητες. Είναι ο κολπατζής, παιχνιδιάρης - λαδοπόντικας και φτηνιάρης τύπος που εποφθαλμιά κάθε είδους αρπαχτή ενώ ταυτόχρονα είναι ψώνιο και ιστορίας - όλο κομπάζει και σε πειράζει. Ο τύπος χρωστάει της Μιχαλούς αλλά κυκλοφορεί με μερτσέντα. Συνήθως βρίσκεται μεταξύ χωριού (εκεί δηλαδή που τον παίρνει να πουλάει φούμαρα) και πόλης (για να το παίζει πετυχημένος-προχώ-πρωτευουσιάνος) , ενώ τις παλιές καλές εποχές τσίμπαγε και κάνα διακοποδάνειο να πάει για καφέ στο Μιλάνο για τη μόστρα.

Το συγκεκριμένο παρατσούκλι θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει σε επίθετο, εάν δεν υπάρχει ήδη.

-Πάρε ρε τον Γιώργο τον τσαλιμακά να του πεις ότι κατεβαίνουμε χωριό.
-Εδώ είναι ρε, πούλησε σ' έναν αγρότη ένα οικόπεδο που 'ναι μπλεγμένο στα δικαστήρια, πήρε τα λεφτά και τώρα κρύβεται.

τσαλιμακάς

Got a better definition? Add it!

Published

Βασικά είναι o εντελώς αφρόντιστος, ατημέλητος. Όμως με την εξασύλλαβη έμμετρη σύνθετη αυτή λέξη, που τη λες και γεμίζει το στόμα σου, περιγράφεται-χαρακτηρίζεται γλαφυρά, χορταστικά, έντονα απαξιωτικά και με έμφαση και ο τιποτένιος, ο κουρελής, ο κακομοίρης, ο αποτυχημένος, ο περιθωριακός, ο προβληματικός κλπ.

2 μόρτισσες συζητούν:- Τι να σου λέω φιλενάδα? πήγα τις προάλλες στον χορό που λέγαμε, μπας και βρω κάναν άντρα της προκοπής, αλλά μόνο κάτι ξεπαρταλιασμένοι ήσαν εκεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το τούρκικο kümes, δηλαδή ένας κλειστός χώρος στέγασης και εκτροφής για πουλερικά, Π.χ. το κοτέτσι (tavuk kümes) που φιλοξενεί όρνιθες (κότες).

Όσοι εκτρέφουν περιστέρια χρησιμοποιούν κατά κόρον αυτή τη λέξη για τον χώρο στέγασης των πτηνών τους.

Πιο ορθά και ολοκληρωμένα η έκφραση είναι:"από καλό κουμάσι".

Αρχικά αναφέρεται μεταφορικά και με θετική σημασία για υγιές, θαλερό και ικανό πτηνό από καλή γενιά και καλόν εκτροφέα.

Όταν όμως αναφέρεται για άτομο τότε η έκφραση έχει αντίθετη, ειρωνική, μεταφορική σημασία, υπονοώντας απαξιωτικά και με αρνητική επισήμανση άνθρωπο με κακή προέλευση, καταγωγή και παρελθόν, δόλιο, πονηρό, πανούργο κλπ

Α:-τον είδες τι έκανε? Ακόμα δεν πάτησε το πόδι του κι άρχισε τις πονηριές. Β:-άσε, τον ξέρω από παλιά. Είναι καλό κουμάσι και του λόγου του.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός, συνήθως αριστερός, που περιφέρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη μελαγχολία του που ο κόσμος δεν αλλάζει ποτέ προς το καλύτερο προς την κατεύθυνση της ουτοπίας. Από το ομώνυμο τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη.

Οι «καληνυχτοκεµαλάκηδες» δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να περιφέρουν τον αυτοθαυµασµό τους στις πλατφόρµες των social media. (Ντοκουμέντο). Καληνύχτα Κεμάλ αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ

Got a better definition? Add it!

Published

Ο προσεκτικός, ο τελειομανής, ο νοικοκύρης και με αρνητική σημασία ο ψείρας, ο υπερβολικά τελειομανής, από την τουρκική λέξη titiz. (Δες).

Είμαι τιτίζης, αλλάζω λάστιχα κάθε τρία χρόνια σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μειωτικό για τον ιερωμένο, τον ιερέα, από το τουρκικό tavlabas. Λόγω παρετυμολογίας από το ταύρος, συχνά χρησιμοποιείται για τον ογκώδη, παχύσαρκο ιερωμένο.

  1. Υποκριτες και προδότες πολιτικοί μαζί με ταυραμπαδες γενειοφόρους κρατούν με προσωπική έπαρση και διαβολικά βλέμματα μεταξύ τους την εικόνα της Παναγίας!!! Αυτοί που αιώνες τώρα γεμίζουν τους προσωπικούς λογαριασμούς τους με βάση το.....ψέμα τους,εις βάρος των ανθρώπων που με τον μόχθο τους προσπαθούν να χτίσουν κοινωνία με .....ιδανικά. (Φέισμπουκ).
  2. τα μοναστήρια στην Πόλη, τα γεμάτα από ταυραμπάδες που τα έξυναν ψέλνοντας αντί να πολεμούν στα τείχη. (Φόρουμ).
  3. μακρά από τσ'. εκκλησές και τσι. ταυραμπάδες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η φασαία που ακούει Manu Chao, όντας παράλληλα τσαούσα στη συμπεριφορά.

Θα φάει πολύ στραπ-όν ο Μητσάκος με τη μανουτσαούσα που έμπλεξε.

Got a better definition? Add it!

Published