Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός όρος για τους παροικούντες τη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, που εστιάζει στις μοντέρνες συνήθειες τους και τον τρόπο ζωής τους.
-Κοίτα τους νεοελληνέζους ρε. Όλο κλαίγονται πως δεν έχουν γκαφρά και δανείζονται για να πάνε διακοπές στο Παρίσι.
Got a better definition? Add it!
Σχετίζεται με τον ορισμό «γύφτος», αλλά δείχνει μια εντονότερη προσβολή προς το πρόσωπο του αναφερόμενου.
- Δεν πάει άλλο με τις τράκες του, τα έχει ξεφτιλίσει όλα-
- Αφού τον ξέρεις τι παλιόγυφτας είναι!!!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ανθρώπους αργόστροφους που όσο και αν προσπαθείς να τους εξηγήσεις κάτι δεν λένε να το καταλάβουν.
Εντοπίζεται πολλές φορές σε Δημόσιες Υπηρεσίες, όπου έχουν μπει με βύσμα.
Άσε ρε φίλε, έπεσα σε ένα μόγγολο υπάλληλο και έκανα μια ώρα να τελειώσω τη δουλειά μου.
Got a better definition? Add it!
Η πιο κοινή και γνωστή πλέον φράση που δηλώνει ότι κάποιος άντρας είναι ομοφυλόφιλος. Για ιδιαίτερο τονισμό μπορεί να συνδυαστεί και με τις λέξεις «αδερφή νοσοκόμα», «αδερφή του ελέους».
για περισσότερα βλ. πούστης
Got a better definition? Add it!
Ορισμός που χρησιμοποιείται από κατοίκους μεγάλων πόλεων για να περιγράψει τους βλάχους συγγενείς τους ή μη, οι οποίοι συνήθως μυρίζουν τυρόγαλο και γίδα και κόβουν όλα τα φωνήεντα.
- Ο Λάμπης, το τυρόγαλο, περιμένει να ανοίξουν ξανά οι σχολές για να γυρίσει στην Αθήνα, έχει πάει στο χωριό του στη Λάρισα και δεν λέει να ξεκουνήσει.
Got a better definition? Add it!
Ο ηλίθιος.
- Σκάσε ρε μόγγο!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.
- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!
Got a better definition? Add it!
Γενικά ο καραγκιοζαίος, ο λεβιές, ρόμπα ξεκούμπωτη, τύπος που καταφέρνει πάντα να ξεφτιλίζεται δημοσίως. Κανένα επίπεδο ή αξιοπρέπεια. Αγνώστου προελεύσεως η λέξη. Ίσως από τους λουστράκους, υποθέτω...
Got a better definition? Add it!