Further tags

Τουρκικής προέλευσης λέξη για να προσδιορίσει τον γυναικολόγο.

Είναι ο άντρας που καθημερινά πασπατεύει κάθε είδους χρώματος τύπου και διαμετρήματος αιδοία από στενωπούς μέχρι πορθμούς.

Το κάνει επαγγελματικά πληρώνεται γι αυτό και σε καλές περιπτώσεις φοράει γάντι έξτρα thin.

- Τι δουλειά κάνει ο άντρας σου Mαρή;

- Γυναικολόγος είναι.

- Μουνί πασπάτ δε το λες καλύτερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε σε γκόμενα της συνομοταξίας überhund, το ύπατο σκυλί της Ελληνικής πίστας.

Εξωτερικά κυνολογικά χαρακτηριστικά

  • Ύψος άνω του 1,75,
  • Φω βυζού,
  • Κώλος αναφοράς,
  • Μακρύ τρίχωμα θεσσαλονικί,
  • Μεϊκάπ πάνω απ' τα ρούχα,
  • Αβυζαλέο ντεκολτέ και εξώμουνο μίνι ή ξεκωλτέ παντελόνι με καμηλό,
  • Εξωτερικά στίγματα: τουλάστιχονένα ξεκωλόσημο.

    Χαρακτήρας και συμπεριφορά

  • Πρόθυμο να ευχαριστήσει το αφεντικό του, αλλά και τους φίλους και συγγενείς αυτού,

  • Ανάμεσα στις κακές του συνήθειες είναι η τάση για περιπλάνηση. Είναι συχνό το φαινόμενο χαμένων καθαρόαιμων να περιπλανιούνται ολομόναχα στα σκυλάδικα, ώσπου κάποιος να βρεθεί να τα μαζέψει (ώσπου να ξαναφύγουν),
  • Φυσικός του εχθρός τo δίμετρo ουκρανάϊζερ που του κλέβει την παράσταση,
  • Τα ημίαιμα είναι πιο έξυπνα,
  • Δεν είναι κατάλληλο για οικογένεια.

Καθαρόαιμο: Χαρακτηρίζει θηλυκά ανεξαρτήτως ηλικίας τα οποία παραείναι σκυλιά για να τα αποκαλέσεις σκυλιά. Παρεμφερείς εκφράσεις είναι το εμβολιασμένο ή το λυσσασμένο ανάλογα με την περίπτωση. Τα συναντάς παντού, αλλά ο χώρος τους είναι κυρίως σε νυχτερινά κέντρα με έμφαση στην λαϊκή ελληνική μουσική.
(από εδώ)

Αν πετάξεις μπριζόλα στον αέρα δεν προφταίνει να σκάσει κάτω... (από Vrastaman, 20/06/09)Πιο όμορφη χωρις μεικάπ (από Vrastaman, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκρίνω ως πιο εύστοχο τον ορισμό για το παρόν λήμμα την μαλακία και όχι τα παιδαρέλια. Ίσως να ταίριαζε το τσογλάν στον ορισμό και όχι το τσουτσού νταχτιρντί. Έτσι τσουτσού νταχτιρντί είναι η χαριτωμένη μαλακία έπειτα από μισοπετυχημένο ραντεβού. Δεν μπόρεσες να πηδήξεις αλλά βλέπεις πως είσαι σε καλό δρόμο και από την χαρά σου βαράς μια παχιά που παραπέμπει στο νταχτιρντί στο κέφι.

(Ο σύζυγος-μικρασιατικής καταγωγής προς την σύζυγο)

-Τασία ο κανακάρης μας χτες άργησε να γυρίσει το βράδυ και όταν σε κάποια φάση σηκώθηκα για να αρμέξω τη σαύρα μου ήταν κλειδωμένος στο μπάνιο. Σήμερα που τον είδα ξύπνησε με 3 σπυριά στα μούτρα του.

-Ισίδωρε μου είχε ραντεβουδάκι χτες ο γιόκας μας! Μεγαλώνει, ξετσουτσουνεύει το καμάρι μου.

-Αχά πάλι στο τσουτσου νταχτιρντί ήταν δηλαδή…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο αιδοίο το οποίο απαιτεί φροντίδα και προδέρμ για να ανοίξει, όπως το φερμουάρ δηλαδή που θέλει αργή σχετικά κίνηση, γιατί αλλιώς σε βλέπω βγαίνοντας από το μπάνιο να ψάχνεις για παραμάνα.

Μτφ η γυναίκα που δεν είναι βουρ στον πατσά, που θέλει δυο τρία ραντεβουδάκια, να γνωρίσεις τις πατσόλες τις φίλες της και γενικώς να το παίξεις σύντροφος και όχι γκόμενος. Μόλις όμως ανοίξει, το απολαμβάνεις ταινία δράσης.

Την έπεσα στην Λωλότα (αγαπημένο μου όνομα της Ίλιας Λιβυκού σε ταινία με τον Β. Λογοθετίδη και εκ τούτου θα είναι το επίσημο όνομα που θα παραθέτω σε παραδείγματα), γιατί νόμιζα πως είναι εύκολη γκόμενα και πως θα ταΐσω τα περιστέρια στο φτερό. Αντ' αυτού πήγαμε στο πεντικιουράδικο της φίλης της της Σμαρώς που είχαν μαζευτεί 5 γκιόσες. Την πήδηξα τελικά μετά από μια βδομάδα. Φερμουνάρ μου βγήκε τελικά...

βλ. και το αντίθετο πανταλύνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοφυλόφιλος.

Αυτός την γυρνάει την φρυγανιά...

Βλ. και το λήμμα - «ομπρέλα» την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοφυλόφιλος / Πουτάνα.

Αυτός/η το πνίγει το κουνέλι...

Βλ. και το λήμμα - «ομπρέλα» την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοφυλόφιλος

- Αυτός είναι πισωγλέντης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοφυλόφιλος.

Αυτός το σηκώνει το σακάκι!...

(από Τσακ εις την μέσην, 23/03/12)

Βλ. και το λήμμα - «ομπρέλα» την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοφυλόφιλος.

Αυτός την κουνάει την αχλαδιά!

Βλ. και το λήμμα - «ομπρέλα» την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified