Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.
Οι κλανοκαποτες Άγγλοι γύρισαν πίσω στη δυστυχία τους ή έμειναν Βραζιλία να δουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες 15 καλύτερες ομάδες του κόσμου; (Εδώ).
Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.
Οι κλανοκαποτες Άγγλοι γύρισαν πίσω στη δυστυχία τους ή έμειναν Βραζιλία να δουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες 15 καλύτερες ομάδες του κόσμου; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος/η τύπισσα που καβατζώνει αναπτήρες.
Συνήθως, η λέξη χρησιμοποιείται σε θηλυκό γένος, δηλ. καβατζόπουστα.
Η διαδικασία καβατζώματος αναπτήρα είναι στάνταρ και είναι η εξής: αράζετε μαζί και κάνετε τσιγάρο, αυτός/ή ψάχνεται και δεν βρίσκει πάνω του φωτιά, ζητάει αναπτήρα, του/της δίνεις, ανάβει το τσιγάρο και, με γρήγορες κινήσεις, βάζει το χέρι του/της στην τσέπη. Αυτό ήταν, αποχαιρέτα τον αναπτήρα σου για πάντα.
Σε περίπτωση που ζητήσεις τον αναπτήρα σου πίσω, ο καβατζόπουστας/η καβατζόπουστα θα κάνει ότι δεν ξέρει τίποτα. Μάλιστα, ίσως σε προκαλέσει να τον/την ψάξεις κιόλας, αφού πρώτα επικαλεστεί τα θεία και ορκιστεί στη μάνα του/της.
- Ρε μαλάκα, που είναι ο αναπτήρας μου; Στον χέρι μου τον είχα πριν ένα λεπτό.
- Κι εγώ που θες να ξέρω, μωρέ μαλάκα;
- Ρε, τον καβατζώσες;
- Όχι ρε βλάκα, πας καλά; Στο ορκίζομαι. Ψάξ' τις τσέπες μου.
- Εσύ τον πήρες μωρή καβατζόπουστα; Δώσ' τον μου πίσω, δεν έχω άλλον.
Got a better definition? Add it!
Published
(κλάτσαρα, στον πληθυντικό,)
Τα γυναικεία αυτά παπούτσια (λ.χ. τσόκαρα, πέδιλα, σαγιονάρες)
που κάνουν τον εκνευριστικό ήχο "κλάτς, κλατς, κλατς" σε κάθε βήμα αυτής που τα φοράει.
(Κλατς, κλατς, κλατς)
- Πού πας μωρή με τα κλάτσαρα ;!!
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, όστις ή ήτις κωλογαμιέται.
- Παρτουζα με Τραβεστι! .. μονο που θελει προσοχη συναδελφε γιατι η Σαμπρινα δεν αστειευεται!!!!! κι αν δε προσέχεις μπορει και να βρεθεις κωλογαμημενος χωρις να το περιμενεις! (εδώ)
Κατ' επέκτασιν, άκρως προσβλητικό μπινελίκι περιφρόνησης προς αθρώπες...
- Οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταγγέλλουν ότι βουλευτές της Χρυσής Αυγής στράφηκαν απειλητικά εναντίον τους και ότι χρησιμοποίησαν σε βάρος τους ύβρεις – βγήκαν από την κεντρική πόρτα και όχι από την δική τους φωνάζοντας: Κωλογαμημένοι, μουνόσκυλα, πουτανάκια, γαμιούνται οι μάνες σας! (εδώ)
...αλλά και προς άκρως γαμημένα αντικείμενα, ιδέες, τοποθεσίες, διαδικασίες, και ταλιμπάν:
- με λίγη καλή διάθεση και προπονημένο μουσικό ένστικτο πήγαινες στο δισκοπώλη της γειτονιάς σου και του ακούμπαγες τα 5.900 δρχ που ζητούσε για ένα κωλογαμημένο σι ντί. (εδώ)
- Πάνω σε ένα κωλογαμημένο brainstorming στη δουλειά.. θυμήθηκα το Happiness Project (εκεί)
- Άν θέλετε να πληρώσετε να πάτε σε γυράδικο!!!Να ξέρει ο κόσμος ποιός ενδοιαφέρεται για δωρεάν σίτιση μέσα σε αυτό το κωλογαμημένο πανεπιστήμιο που τόσα λεφτά δίνονται για σίτιση και τελικά τα μίσα και αν πάνε εκεί!!! (παραπέρα)
- πραγματικά κωλογαμημένο σύστημα εκπαίδευσης.. δηλαδή τι θέλουν; να βγάλουν τα μισά παιδιά το σχολείο... (παραδίπλα)
Γαλλιστί: enculé, enculée.
Βλ. επίσης: ξένα κωλογαμήσια, δικά μας κωλοντέρτια.
Got a better definition? Add it!
Ιδιαίτερα προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πούστηδι (αλλά όχι απαραιτήτως γκέη τοιούτωνε). Πρόκειται για τουμπανιζέ εκδοχή (δια του τουρκομερίτικου υπερθετικού "καρά-") του μπινελικίου πουσταριό.
- Χα! Θυμηθηκα τώρα δα, τον γίγαντα τον Γεωργίου, όταν σε μά εκπομπή του είχε βγεί φρικαρισμένος, σχολιάζοντας κάποια Eurovision, όπου έβγαιναν και σχολίαζαν γιά τη συμμετοχή μας όλοι οι ... ξέκωλοι! “Τι καραπουσταριό ηταν αυτό ΡΕ?” και κατέληγε: “OΞΩ πούστη και άσχημε...” (εδώ)
Επίσης καραπουσταριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, π.χ.:
- Γαμώ την Παναγία σου αρχίδι, παλιομπινέ, καραπουσταριό, κλπ. κλπ. Ασφαλώς κατάλαβες ότι είμαι ο Κώστας (ρώτα τώρα μη σου γαμήσω, "ποιος Κώστας;") παλιομαλάκα αρχισυντάκτη που βρήκες την ώρα να μας κάνεις πλάκες. Λοιπόν, παλιοκαριόλη άκου και δώσε βάση.... (εκεί)
Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καράπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, φασισταριό, κλπ.
Got a better definition? Add it!
Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.
Got a better definition? Add it!
Κλασικός προσβλητικός χαρακτηρισμός για σκληρή, εμπαθή, εκδικητική, μαλάκω, σπασαρχίδω, ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο δυσάρεστη γυναίκα ή λούγκρα.
Ενώ συνήθως εκφέρεται απαξιωτικά...
- Απίστευτες εικόνες από Προγραμματικές: «Μπουχέσας» Καραμανλής, ύπνος Άδωνι-Λιάνας, «σκύλα» Ζωή, πηγαδάκι Βαρουφάκη-Θεοδωράκη... (εδώ)
...υπάρχουν και περιπτώσεις γυναικώνε που υιοθετούν το τίτλο καμαρωτά...
- «Μπορώ να γίνω πολύ σκύλα» Τι λέει η Σίσσυ Φειδά για το γάμο και τα επαγγελματικά της σχέδια... (εκεί)
Πέον να σημειωθεί ότι η επιστήμη επιχειρεί να αναπτύξει σχετικό ανιχνευτή, στα πρότυπα του γκέινταρ, του πεηντάρ και του αριστερόμετρου:
- Αλήθεια; Πόσο «σκύλες» είστε οι γυναίκες στην Ελλάδα; Αν και ακόμα δεν υπάρχει κάποιο επιστημονικό όργανο που να μετράει σε απόλυτους αριθμούς αυτή την ιδιότητα, μια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Otttawa του Καναδά έχει βρει τη δική της μέθοδο για να μετρήσει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των γυναικών. (παραπέρα)
Συνειρμοί με την μυθολογική Σκύλλα.
Βλ. και αγγλικ. bitch και τα σχετικά παράγωγα (καραμπιτσαριό, μπιτσάρα, μπιτσιάζω, μπιτσόνι, κ.ά.)
Ασίστ: Χάνκων.
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:
- Ποινική δίωξη στην Τζ. Αλεξανδράτου μετά από έρευνα του ΣΔΟΕ (...) ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης της εταιρίας κ. Σειρηνίδης, (...) προσκόμισε ιδιωτικό συμφωνητικό από το οποίο προέκυπτε ότι η Τζούλια Αλεξανδράτου έλαβε αμοιβή 150.000 ευρώ.
- 150 χιλιάρικα πήρε το χυσοσακί ? (εδώ)
Συνώνυμα: χυσοκανάτα (σπερματοκανάτα), χυσοκουβάς (σπερματοκουβάς), χυσοθήκη, χυσοκανάτα, σπερματοδοχείο, χυσολουλού.
Αγγλικανιστί: spermbag, cum bucket.
- το γαμημενο χυσοσακι εβαλε κοπυραητ (εκεί)
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.
Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.
Got a better definition? Add it!
Όπως λέγεται και στο συνώνυμο μουνόπανο, πρόκειται για λέξη πολύ μεγάλης υβριστικής ισχύος. Εδώ, με τον συνδυασμό του δόκιμου και επιστημονικού αιδοίου με το πανί, το αποτέλεσμα είναι επιθετικότερο και κατά τι κίνκι.
Πανε να συμπληρωσεις κανενα ενσημο με κανονικη εργασια, αιδοιοπανο ε αιδοιοπανο! (εδώ)
αχ τι ωραια! μου θυμιζει και τη δικια μου πρωτη φορα στο γηπεδο σε ενα παιχνιδι β εθνικης που εληξε με ενα ξερο 0-0 και το μονο που ακουγα ητανε πουτ@ν@ς γιε, αιδοιοπανο, μαλακα κλπ (εδώ)
Στο ΟΑΚΑ σήμερα στο ματς ΑΕΚ-Ατρόμητος επιτέθηκαν χρυσαύγουλα στο Στρατούλη... Εξέδωσε ανακοίνωση και ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν ξεφύγει τα αιδιόπανα. (εδώ)
Αυτό το αιδιόπανα του Τράγκα για τους τροικανούς πολύ μου άρεσε. (εδώ)
Λοβέρδος: "Η ΧΑ είναι το πρώτο κίνημα(!!!) που γεννιέται αυθεντικά μετά την μεταπολίτευση" http://www.skai.gr/player/TV/?MMID=236859 …
18:30'' Σοσιαληστής!!!
- ψαχνει θεση σε επικρατειας το αιδοιοπανο. (εδώ)
Πλοκ ρε αιδοιόπανο που θα μου κάνει κ ρτ ο κανέκος! Για ένα κούτελο ζάμε γαμώ τη γκενωνία (εδώ)
Got a better definition? Add it!