Further tags

Αμφίβολης (βασικά κακής) ποιότητας σεξιστικό λολοπαίγνιο που σημαίνει τον παθητικό ομοφυλόφιλο που του αξίζει χρυσό μετάλλιο για τα ρεκόρ στις επιδόσεις του ή τον ολυμπιονίκη με χαμηλό επίπεδο (του κώλου).

Βρήκε τον εαυτό του στην ενόργανη γυμναστική και έγινε ο πρώτος κωλυμπιονίκης.

Got a better definition? Add it!

Published

Απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής έκφρασης alpha male, προερχόμενης από την ηθολογία, και η οποία σημαίνει τον άνδρα που είναι πολύ αρρενωπός, κυριαρχικός, ηγεμονικός, ανταγωνιστικός, τεστοστερονάτος κ.ο.κ.

Καλό είναι ο πρόεδρος μιας χώρας να μην είναι και πολύ αλφάς, γιατί μπορεί να σου κάνει κανέναν πόλεμο στο ξεκούδουνο.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Γυναίκα νεαρή και "ζωηρή", με ωραίο και σφιχτό κώλο. Σύνθετος όρος από το: "τσαπερδόνα" (κυριολεκτικά: σαύρα, μεταφορικά: γυναίκα νεαρή και "ζωηρή", με αισθησιακές κινήσεις), κώλος, και σφυρίχτρα. Υπονοείται ο σφιχτός κώλος σαν στόμιο σφυρίχτρας. Η έκφραση εμφανίζεται (ίσως πρώτη φορά) ως χαρακτηρισμός για γκόμενα από τον Σπύρο, στο σήριαλ Απαράδεκτοι.

Μη κοιτάς που είναι μικρόσωμη. Άλλωστε εμένα οι νταρντάνες δε μου αρέσουν. Αυτή έχει κάτι, είναι τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα!

Σχετικό λήμμα: τσαπερδόνα

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.

Οι κλανοκαποτες Άγγλοι γύρισαν πίσω στη δυστυχία τους ή έμειναν Βραζιλία να δουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες 15 καλύτερες ομάδες του κόσμου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που δεν είναι σεξουαλικά επαρκής, δεν είναι αποδοτικός στο σεξ ώστε να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Κατ΄επέκταση ο ξενέρωτος, βαρετός, ανούσιος άντρας.

-Μαρία, πάμε για κανά ποτό μετά τη δουλειά; Θα έρθει και ο Γιάννης.
-Ο Γιάννης; Με αυτόν τον χαδομούνη εγώ δεν ξαναβγαίνω. Είναι πολύ βαρετός...

Got a better definition? Add it!

Published

Η πουτανίτσα.

Είδα χθες στην παραλία την Μαρία με καινούριο γκόμενο. Ο τρίτος για φέτος, καλά την είχα κόψει για ψωλοπιπέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μη βλέπεις τώρα που γέρασε και το παίζει θεούσα. Στα νιάτα της ήταν μεγάλη παλούκω. Τον συγχωρεμένο τον άντρα της τον είχε κάνει τάρανδο.

Ορισμός που χαρακτηρίζει μια γυναίκα η οποία 'πηδάει πολλά παλούκια' (παλούκια=ανδρικά μόρια,προφανώς), άρα μια γυναίκα με έντονη και πολυάριθμη σεξουαλική δραστηριότητα. Εναλλακτικά και 'παλούκα'

Got a better definition? Add it!

Published

Μην μπερδεύεστε. Το λήμμα δεν αποτελεί ούτε προσταγή, ούτε προτροπή. Είναι επιθετικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει περιφραστικά μια γυναίκα θελκτική, παθιάρα, με ωραίες αναλογίες και καμπύλες, με σαγηνευτικό ντύσιμο και βλέμμα, έναν κόμματο, μια μουνάρα, μια θεογκόμενα και πάει λέγοντας.

Ο αφηγητής στην αντροπαρέα: -Κι εκεί που καθόμαστε στο καφέ, σκάει η Σούλα μαζί με την ξαδέλφη της απ το χωριό, που ήρθε να την δει στην Αθήνα. Μια γκόμενα, μα τι γκόμενα ?! :"μαζευτείτε να την παίξουμε".

Got a better definition? Add it!

Published

Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.

Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ - Πω πω ρε μάγγα τι σκυλαίουρος ήταν αυτός? Να πιω τα ζουμιά της και ας πάθω ζάχαρο - Πούτσα και ξύλο ρε μάγγα, πούτσα και ξύλο.

Σώμα αιλουρίσιο, πρόσωπο σκυλί.

Φονικός συνδυασμός για πολύ ματομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published