Η απαραίτητη συνθήκη για την ομαλή πορεία της σεξουαλικής πορείας μιας γυναίκας. Κάθε γυναίκα, κυρίως οι μεγαλύτερες αλλά και οι μικρές, πρέπει να έχει εξασφαλισμένο το σέρβις της, ειδικά στις εποχές των ισχνών αγελάδων. Σέρβις είναι είτε ο αρσενικός που προσφέρει τις θεραπευτικές του υπηρεσίες, ή ίδια η υπηρεσία per se. Για να διευκρινίσουμε τα πράγματα, οι άντρες αυτοί δεν πληρώνονται. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, όταν λέμε σέρβις. Είναι είτε φίλοι ή άγνωστοι τυχαίοι μιας χρήσεως. Ευτυχώς για τις γυναίκες, είναι πολλοί και διατίθενται με μεγάλη δική τους ευχαρίστηση, είναι αλήθεια. Είναι δε πάντα εν γνώσει του ότι έχουν αυτόν τον ρόλο. Βολεύονται κι αυτοί και γλιτώνουν έτσι τα χειρότερα. Κοινώς, μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, μιας κι έχουμε πιάσει τις παροιμίες εδώ μέσα. (βλ. παράδειγμα 1)

Σέρβις όμως λέγεται και η ανακαίνιση της εξωτερικής εμφάνισης της γυναίκας, δηλαδή κανα χημικό πήλιγκ, κανα λιφτάκι, κανα μποτοξάκι, καμιά θηκούλα στα δόντια, κλπκλπ, ή ακόμα και η απλή επίσκεψη στο κομμωτήριο για μαλλί, νύχι και τα συναφή (παράδειγμα 2). Η λέξη είναι συνώνυμη της λέξης ρεκτιφιέ.

Τέλος, καμιά φορά λέμε σέρβις και τα διάφορα ετήσια τσεκάπ, δηλ. τις αναλύσεις αίματος-ούρων, τον οδοντίατρο, τα παπ για τις γυναίκες, κλπ. (παράδειγμα 3)

  1. - Πού είχες πάει χθες, σε ψάχναμε...
    - Είχα πεταχτεί στον Τάκη για ένα σέρβις...
    - Άντε πάλι!
    - Τι, μωρή ζηλιάρα; Βρες και συ ένα σέρβις και θα μου πεις μετά, που μου περιμένεις τον γαμπρό μέρα νύχτα κι έχεις σταφιδιάσει...

  2. - Ρε συ, είδα χθες μετά από καιρό την Τούλα και λάμπει, τι παίχτηκε;
    - Ε, τι να παίχτηκε... Κανα σέρβις θά 'κανε, μη νομίζεις.
    - Τι σέρβις, τον Τάκη εννοείς;
    - Ποιον Τάκη μωρέ και συ, έτσι εύκολα λάμπεις στην ηλικία της με Τάκη; Κανα μποτόξ θα χτύπησε, τι άλλο.

  3. - Πάμε για κανα βρώμικο απόψε;
    - Μπαα, δεν θα φάω απόψε, έχω σέρβις αύριο.
    - Τι, την Τούλα;
    - Ποια Τούλα ρε μαλάκα, αίμα θα δώσω, για χοληστερίνη κλπ.

πάπανικολαου (από jesus, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα γαμήσι, που γίνεται από έλεος, από σεξουαλικό αλτρουισμό. Έχω περιγράψει την έννοια και στα λήμματα βολεύω, εξυπηρέτηση και ψυχικό. Η λεπτή διαφορά είναι η εξής. Αυτά τα τρία τα κάνει συχνά ο εραστής στον ερώμενο. Το γαμήσι του ελέους αντιθέτως έρχεται και με συγκατάβαση της (του) ερωμένης (-ου) στον πλαγίως διεκδικητικό εραστή. Σε μια γυναίκα ας πούμε ξυπνούν τα μητρικά ένστικτα, και σε λυπάται σαν να είσαι παιδί της. Κλασική περίπτωση νοσοκόμες που το κάνουν με αρρώστους.

Για ορισμένες στρειδομούνες το γαμήσι του ελέους μπορεί να λειτουργήσει ως καλή τεχνική αποπλάνησης. Δηλαδή την κάνεις να αισθανθεί σαν να είσαι παιδί της. Ή να σε λυπηθεί για κάτι άσχημο που σου συνέβη, για ψυχολογικά ή άλλα προβλήματα που έχεις κ.τ.λ. Αφήνω βέβαια στην κρίση σας αν αξίζει ένας άντρας να πέσει τόσο χαμηλά, και μήπως γίνεται έτσι μουνόδουλος εξαρχής. Υποθέτω το ιδανικό θα ήταν να κάνει μια πράξη ηρωισμού, ένεκα της οποίας να πάθει κάτι, κι έτσι για να παραφράσω τον Αριστοτέλη, «δι' ελέου και φόβου να περάνη την της τοιαύτης γκόμενας πήδηξιν».

Αγγλιστί: mercy-fuck.

Συμβαίνει συχνότατα στα ρεππαπαπαθανασιουργήματα.

Επίσης στο Sex & the City, ο Στηβ έχει καρκίνο του όρχεως και του κόβουνε το ένα αρχίδι. Η Μιράντα τον λυπάται και πάνω στην ανάρρωση κάνει μαζί του ένα γαμήσι του ελέους χωρίς προφυλάξεις (αν και είχαν χωρίσει), θεωρώντας ότι είναι αδύνατο να μείνει έγκυος από έναν μόνορχι, κι όμως, μένει έγκυος κάνει παιδί και παντρεύονται. Σόρι για την σποϊλεριά, αλλά δεν πστεύω να έχουμε καμία καρριόλα εδώ μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified