Further tags

Λογοπαιγνιώδες τρίπτυχο (του τύπου η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, η μούχλα, η ρούχλα και η ζαρούχλα) ντεμέκ ονομασία-προμετωπίς φανταστικής εταιρείας, καταστήματος κλπ. με σαφείς (σαφέστερες δε γίνεται) σεξουαλικές αναφορές. Το έλεγε φίλος μου τη δεκαετία του '80 αναφερόμενος σε καταστάσεις καραπουτσαριό.

Μιλάμε για σοβαρό μαγαζί: Παυλής, Καυλής και Σάμψωλης!

Σχετική, αλλά με το σεξουαλικό υπονοούμενο να κρύβεται επιμελώς κάτω από "υπαρκτά" ονόματα η προμετωπίς του "κινητού" καταστήματος των ηρώων της ταινίας "Οι δοσατζήδες":

Πασπάτης-Καλαφάτης και Σία

Και ο μέν Πασπάτης απλώς πασπατεύει, ο Καλαφάτης όμως καλαφατίζει μεταφορικώς (όπως λέει το σχετικό λήμμα) αλλά και κυριολεκτικώς: βουλώνει τρύπες και χαραμάδες (του σκάφους) με το "καλαφατικό", ένα επίμηκες κυλινδρικό εργαλείο (περισσότερα στο υπό κατασκευήν λήμμα για το γλωσσάρι του καρνάγιου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διαβόητα πάρτι που διοργάνωνε ο αρχιπουτσίας και βιαγκροΨωλέας πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Η έκφραση πρωτοακούστηκε το 1910, σε μια φάρσα που έγινε από συγγραφείς -ανάμεσά τους κι η νεαρή τότε Βιρτζίνια Γουλφ- κι ακόμα στοιχειώνει το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό.
Το «μπούγκα-μπούγκα» πρωτοακούστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, σε μια από τις διασημότερες φάρσες όλων των εποχών

Τι είναι το «μπούγκα-μπούγκα»; Εντάξει, δεν διδάσκεται σε κάποια σχολή, αλλά είναι ένα είδος χορού που λάμβανε χώρα σε ντίσκο της βίλας των οργίων η οποία, τελικά, είχε πολλά facilities. Ο χορός γινόταν μετά τα δείπνα, αφού είναι γνωστή η ιστορία με τα νηστικά αρκούδια. Οι κοπέλες ήταν ημίγυμνες και ο Ιταλός πρωθυπουργός, όχι μόνο δεν τις προέτρεπε να ρίξουν κάτι επάνω τους για να μην τις πιάσουν τα λαιμά τους, αλλά τις θώπευε στα πιο ιδιαίτερα σημεία του σώματός τους. Πώς κάνουν οι νοικοκυρές για να δουν αν έχει ψηθεί το κρέας; Αυτό. Στη συνέχεια, ο «καβαλιέρε» διάλεγε με ποιες - «καλοψημένες» - κοπέλες ήθελε να περάσει την υπόλοιπη νύχτα, προσφέροντας, σε αντάλλαγμα, συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, η λεγόμενη και «ταρίφα».
Πηγή εδώ

Κατ' επέκταση η φράση "κολλάει" σε παρεμφερείς, γαμάουα δραστηριότητες, αλλά και πρόσωπα που διακρίνονται για το γαμώ και δέρνω ταμπεραμέντο τους.

  1. Κρίμα πάντως που δεν πρόλαβε ο Μπερλουσκόνι ν' αγοράσει το ελληνικό νησί. Νάχουμε τα μπούγκα-μπούγκα μές στα πόδια μας. (εδώ)

  2. Μεγαλώνει η αγωνία γιά την συμφωνία! Πρώτα μπουγκα μπούγκα κ μετά θάνατος ή κατευθείαν θάνατος; (εδώ)

  3. Αθώος ο Στρος Καν για τα πάρτι, αναμένω ν ανακοινωθεί τηλεγράφημα "μπούγκα μπούγκα, αδερφέ" από τον Μπερλουσκόνι (εδώ)

  4. Ο άντρας, ο μόρτης, ο μάγκας, ο ασίκης, ο καραμπουζουκλής, η καυλοπαγίδα, ο μπούγκα-μπούγκα μίλησε, αφού πρώτα συνομίλησε με τον “Νέστωρα” της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη (εδώ)

  5. Τι λέει λοιπόν ο Σαμαράς στην γυναίκα του όταν εκείνη τον ρωτάει για τις δηλώσεις του μπούγκα-μπούγκα Μειμαράκη του στυλ «δεν θα κλείσει το κανάλι της Βουλής»; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλερός, γκαβλερός

Είναι ο γαμάτος, ο καυλιάρης, με μια πρόσθετη αίσθηση ανθηρότητας, στιβαρότητας, θαλερότητας, γαμιστερότητας εν τέλει.

  • Χαλάστηκε η ΝΔ για την Κωνσταντοπούλου γιατί είναι κομματική. Ενώ ο Μεϋμαράκης ο Κένταυρος, ο ΟΝΝΕΔίτης ο καυλερός ήταν πρόσκοπος.

  • Αμα δεν προτεινετε κανενα καυλερό ακαουντ να αυτοπροταθω να τελειωνουμε (εδώ)

  • -τι έγινε, βρε Βάλια? Άκουσες να λέω υπόθετο και τρέμουνε τα χέρια σου απ'τις γκάβλες?
    -ναι είμαι πολυ γκαβλερή με την αρρώστια (εδώ)

"Δεν θυμάμαι να έχει βγει πιο καυλερό γκρουβ τα τελευταία είκοσι (τουλάχιστον) χρόνια"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει είμαι άκρως επιφυλακτικός, φοβάμαι και τον κώλο μου. Την πρωτάκουσα προς το τέλος της δεκαετίας του '80, όταν ο φόβος για το AIDS είχε φτάσει σε επίπεδα υστερίας.

Τώρα με το AIDS, μαλακία ...και με καπότα!

(Όπως την πρωτάκουσα από το Μανώλη, έναν αυθεντικό λαϊκό άνθρωπο με έμφυτο χιούμορ, χωρίς επιτήδευση και "δήθεν".)

Μιλάμε για πολύ χέστη. Φοβάται και τον ίσκιο του το άτομο. Κατάσταση "μαλακία με καπότα"!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτσίας είναι το γνωστό τοις πάσι αρχίδι (παραδείγματα 1,2).

Πουτσίας είναι κι αυτός που αμολάει πούτσες, ή αλλιώς πέη μπλου ή πέη πουά, όμως στην κλίμακα IQ είναι πάνω απ' το ταγάρι (παράδειγμα 3).

Πουτσίας όμως κυρίως είναι το αιώνιο ίνδαλμα του ανθρώπα ανδρός, ήτοι ο γαμίκλας που ακόμα και γερομπηχτικά, δεν σταματά να εξυμνεί την Λιλιάδα (Ραψωδία Α) με την ποιητική του λύρα! (παράδειγμα 4)


Τέλος η πουτσία μαζί με το αντίθετό της την απουτσία, δηλώνουν το ίδιο με το προηγούμενο, όμως το παράδειμα 5, με την κομψότητα και την ελλειπτικότητά του πρέπει να αναδειχθεί το δίχως άλλο από την σλαγκομήγυρη!
Το κάνω πέη κι εδώ. ΕΜΠΕΔΩCΟΝ!

«η απουτσία δεν ειναι μαγκιά ειναι αυτοταπείνωση»
«η πουτσία είναι γκαμιά και ταπεινοαύτωση»

1. Ο πουτσίας ο Χρυσοχοίδης έχει 45 μπάτσους να τον φυλάνε. 45 σκυλιά να φυλάνε ένα γίδι. Νεοφιλελευθερισμός.

2. Αλέξης Μητρόπουλος: «Ο λαός δεν θα αντέξει τα νέα μέτρα» Δώστε του ένα δημόσιο οργανισμό για να ηρεμήσει ο πουτσίας πασόκος [#έχει_δίκιο]

3. Βάζω ν' ακούσω Handel και μου γράφει ο άλλος «που έμαθες εσύ τον Χένκελ, ταγάρι;» Ήμουν φίλος με τον Dixan, πουτσία.

4. Πολύ μεγάλη κουφάλα ο σέξι Σίλβιο ναούμε!! Μέγας μπήχτης και με γούστο ο πουτσίας! :Ρ

5.
- H απουτσια δεν ειναι μαγκια ειναι αυτοταπεινωση
- η πουτσία είναι γκαμιά και ταπεινοαύτωση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γαμομανών:

  1. Πρόκειται για σλανγιωτατισμό ή μάλλον για το αντίστροφο, δηλαδή για μια ειρωνική προσπάθεια να εκλαϊκευτούν σλανγκικώς και να γελοιοποιηθούν πομπώδεις όροι όπως νυμφομανής ή μητρομανής, οι οποίοι πραγμοποιούν επιστημονικοφανώς κάτι που καταλαβαίνουμε όλοι, δηλαδή ότι κάποια/ος γουστάρει να γαμιέται ασύστολα απ' όλες τις μπάντες. Παρόμοιες γελοιοποιήσεις εύσχημων όρων έχουμε λ.χ. και στα πουστοσέξουαλ και εύχοντρος. Βεβαίως, όταν χρησιμοποιεί τον όρο ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος μάλλον έχουμε αυθεντικόν σλανγιωτατισμόν, πώς αλλιώς; Εξάλλου, ο όρος γαμομανής με το να μπορεί να αποδοθεί και στα δύο φύλα, λύνει και το πρόβλημα του πώς θα ονομάσουμε έναν άντρα που είναι σεξομανιακός, εθισμένος στο σεχ, και για τον οποίο δεν υπάρχει κάποιος επιστημονικοφανής όρος, όπως νυμφομανής ή μητρομανής που λέμε για τις γυναίκες.

  2. Όταν το πρώτο συστατικό δεν αναφέρεται στον γάμο με την αρχαία έννοια, ήτοι στο γαμήσι, αλλά στον θεσμό του γάμου, τότε γαμομανής είναι αυτός και κυρίως αυτή που παθαίνει σε κάποια στιγμή μια μανία να παντρευτεί, λ.χ. επειδή χτυπάει το βιολογικό της/του ρολόι για σχηματισμό οικογένειας και κάνει τα πάντα με αποκλειστικό σκοπό τον γάμο, λ.χ. καταφεύγοντας σε ποικίλων μορφών νυφοπάζαρα ή νυφομπάζαρα με στόχο τη βακουλοκρεμάλα.

  1. α. Ἀπὸ τὸ ἀρχικὸν μυστήριον, μόνο τὸ άγνωστον τῆς ταυτότητος τῆς προσωπιδοφόρου παρέμενε, διὰ τὸν ὀξυδερκῆ ἄνδρα ἀνεξιχνίαστον. Ὅλα τὰ ἄλλα ἐξηγοῦντο. Ἡ κρυπτομένη ὑπὸ τὸ παράδοξον ἔνδυμα καὶ τὴν μάσκαν γυνὴ ἦτο μιὰ Μεσσαλίνα... Μια Μεσσαλίνα κοσμική. Μιὰ πολὺ γαμομανής κυρία ποὺ ἤθελε κάθε βράδυ νὰ γαμιέται, νὰ γαμιέται πολλὰς φορὰς καὶ τις οἶδε ἀπὸ πόσους ἐραστάς, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀποκαλύπτηι εἰς κανένα ποια εἶναι, ὥστε νὰ μὴ κατασπιλώσηι τὸ ὄνομά της καὶ τὴν κοινωνικὴν ὑπόληψίν της. Τὸ δὲ ἀσύνηθες ἔνδυμα ποὺ ἔφερε, τὸ ἔφερε προδήλως, ὄχι μὀνον διὰ νὰ κρύπτεται, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ ἅπτονται τῶν θελγήτρων της εὐκόλως, καὶ διὰ νὰ τὴν γαμοῦν ἀνέτως οἱ ἐρασταί της, ἀφοῦ ἦτο ἡλίου φαεινότερον, ὅτι δὲν ἔφερε τίποτε, μὰ απολύτως τίποτε ἀπὸ κάτω... (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 7, σ. 14-15).

β. Ενός λεπτού σιγή για τα αδέλφια που θα έχουν the talk όλο το βράδυ γιατί έπαιξε το Σούλα η γαμομανής στην τηλεόραση (Από το Τουίτερ).

γ. Και αυτος νυμφομανης ειναι.. Εχμμ.. Οχι ακριβως βεβαια αλλα Γαμομανης σιγουρα.

2.α.Γαμομανής, ο/η: Άντρας ή γυναίκα που οραματίζεται γαμήλια εμβατήρια κάθε φορά που οσφραίνεται οιστρογόνα ή τεστοστερόνη, αντίστοιχα. Αν τα ΗΕΓ ήταν αρκούντως εξελιγμένα, θα μας έδειχναν ότι στον εγκέφαλο του/της γαμομανούς εμφανίζονται εικόνες νυφικών, εκκλησιών και παρανυφακίων κάθε φορά που άτομο του αντίθετου φύλου μπαίνει σε ακτίνα βολής. Η μανία αυτού του είδους θεραπεύεται μόνο με κρεμάλα (κυριολεκτικά ή μεταφορικά).

β. - Το θέμα είναι ότι εγώ δεν έχω παντρευτεί ακόμη και είμαι 39 χρονών και νομίζω ότι έχω τελειώσει ως άτομο δεν θα κάνω τίποτα στην ζωή μου .....ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΑ. -μην εισαι γαμομανης.. ολα θα ερθουν σου ειπα.. ξεκολλα και συνεχισε τη ζωη σου..και οπωσδηποτε ψυχοθεραπειες..εμενα αυτη ειναι η γνωμη μου...

Το άζμα των Απτάλικα. (από Khan, 30/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φελλάτρια, η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίς / ψωλογλειφίτσα, εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... Παράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούναμου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 13, σελ. 25)

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαρτυρικώς καυλοσφαδάζων και καυλοπυρέσσων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Μόλις ετελείωσε ο τριπλούς οργασμός, η Τζέην εξ οίκτου δια τον λαγνοσφαδάζοντα ανικανοποίητον μολοσσόν της... (ΛΟΓΟΚΡΙΝΕΤΑΙ!)
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 122)

Αισθητοποίησις της κυνογαμευθείσης κορασίδος. (από Khan, 01/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιδερό, έγκαυλο τε και καυλωτικό.

Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά που χρησιμοποιούσε κι ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας ο Εμπειρίκος.

  1. Τι θα έλεγε άραγε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ,εάν εμάνθανε ότι προ μιας και ημισείας ώρας, η μαμά της, αυτή η σοβαρή και ευγενική κυρία, είχε κάμει και αυτή μ α λ α κ ί α ν, όπως τα μικρά καυλιάρικα κορίτσια;
    (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 129)

2.
Ένα ξανθό καυλιάρικο MILF που θα ήθελες να πηδήξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγνοβοών ιαχάς ερωτικάς ή / και γουτσισμούς από την υπέρμετρον καύλαν του.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Λυσσώντες και καυλοβοώντες κατά τον Εμπειρίκον, ηργάζοντο επί δεκατετραώρου βάσεως , ωστε η κρατική μηχανή να εργάζεται με ακρίβειαν του υπολογιστού των Αντικυθήρων!
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified