Further tags

Το προφυλακτικό, μειωτικά, με την έννοια ότι είναι και αυτό ένα πλαστικό, που αφαιρεί από τον ρομαντισμό της ερωτικής πράξης.

  1. Βγάζω την σαμπρέλα ζητώντας της να "καθαρίσει" ότι απέμεινε πάνω μου.
  2. Μην κάνετε στοματικό χωρίς σαμπρέλα, θα κολλήσετε τίποτα. (Από σάη για ενήλικες).
  3. πω μιλαμε φρίκαρα! τα αφροδίσια τα κολλαμε ολοι ακομα και με εναν να εχει παει μπορει να της κολλησει το οτιδηποτε! αυτες οι αποψεις ειναι ντροπη και επικινδυνες για ολους μας και στην υγεια κ στα μυαλα! και εμεις για να ειμαστε κιμπάρηδες θα πρεπει να πηγαινουμε ακάποτοι μη και μας πουν τζούφιους οι "μερακλήδες"? θα θελα πολυ να δω εναν "κιμπαρη" να του καιγεται το απαυτο του απο κανα κονδυλωμα, καμια μολυνση, να δω ποσο μαγκας ειναι!
    -Μα τι λετε μανδάμ! Τι ικανοποιηση να απολαυσει με τη σαμπρελα ! Ο κιμπαρης διαλεγει τη γυναικα δεν παει με ό,τι να 'ναι. Υπαρχουν και χορτασμενοι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυστηρά πεζοδρομιακή μεν, ακριβής δε, απόδοση του αγγλικού cocksock που εμπλουτίζει επαξίως την εγχώρια πουτσοσλάνγκ. Μπορεί να αναφέρεται: Α) στην εξέλιξη του συχνά πολύχρωμου και με σχέδια παραδοσιακού πλεκτού, που οι Κροάτες λένε nakurnjak, οι Νορβηγοί forhyse και vænakot, κι οι Φαροέζοι kallvøttur και purrivøttur που όλα τους σαν σκοπό έχουν την προστασία των αχαμνών από το, προ κλιματικής κρίσης, δριμύ ψύχος στα εκεί μέρη. Η σημερινή, συνηθέστερα από συνθετικό ύφασμα, παίζει σαν ερωτικό αξεσουάρ μεταξύ μελών του αδελφάτου και σαφώς περισσότερο σαν δώρο για πλάκα μεταξύ μετεφήβων καρντάσηδων (βγάζει περισσότερο γέλιο σε small απ’ ό,τι σε large, αλλά κουμπάρος γίνεται εκείνος που, στο πάρτι, το δωρίζει σε ΧΧL).

Ο kokos25kokos την ξέρει σαν Πουτσαρχιδοφανέλα

Β) στο αποκαλούμενο σεμνότυφα «ένδυμα σεμνότητας», εκ του αγγλικού modesty cover, στα σινάφια ηθοποιών, αρχαϊστί· «υποκριτών». Χρησιμοποιείται στο γύρισμα ερωτικών σκηνών σε main stream παραγωγές, ώστε να μην έρθει στη δυσάρεστη θέση κάποιος εμπλεκόμενος να ακουμπήσει τα παπάρια κάποιου άλλου. Λεπτής ύφανσης, κυκλοφορεί μονόχρωμη, αυστηρά ασορτί με την επιδερμίδα του φέροντος. Αν και δεν παραμένει εύκολα στη θέση της, κρατά μακριά το Metoo. Παίζει και το ντεμέκ καθωσπρέπει πεόκαλτσα.

Γ) στο προστατευτικό από τις υπεριώδεις ακτίνες κάλυμμα, που χρησιμοποιούν περισσότερο οι φανατικοί του σολάριουμ, παρά φυσιολάτρες.

Ουσιαστικά πρόκειται για την από χρόνια αναφερόμενη απ’ τον Πετρόπουλο, και σαφώς επακριβέστερη …μεταφραστικά, αλλά κι εννοιολογικά, αρχιδοσακκούλα· μια και το pouch :σακούλα -προφέρεται …πάουτς- αφενός αποτελεί επεξήγηση του προϊόντος στα ηλεκτρονικά μαγαζιά, αφετέρου, σλαγκικώς, προφανέστατα, κουμπώνει τέλεια. Προς αποφυγή παρερμηνειών: δεν διαθέτει ιμάντες· δεν είναι σπασουάρ (jockstrap), ούτε κουραδοκόφτη· δεν είναι αντρικό στρινγκάκι.

«Υπάρχει ένα ‘ένδυμα σεμνότητας’ όπως το αποκαλούμε τώρα, που χρησιμοποιείται στις ερωτικές σκηνές σε όσους έχουν πέος», μου εξηγεί ο Zev Steinrock στο Skype. «Εκεί τοποθετείς ουσιαστικά όλη την περιοχή σε ένα σακουλάκι. Παλαιότερα το έλεγαν… Συγνώμη, δεν υπάρχει κάποιος κατάλληλος τρόπος να στο πω… Το έλεγαν πουτσόκαλτσα!» (απ' εδώ)

...ας εξηγήσουμε πως πεοκάλτσα, cock sock αγγλιστί, είναι το κάλυμμα που πέους που χρησιμοποιείται συνήθως στις ανδρικές γυμνές σκηνές κατά τα γυρίσματα μιας ταινίας. Ένα τέτοιο λοιπόν φόραγε κι ο Isaac στην σκηνή του Dune όπου εμφανίζεται γυμνός κι ευάλωτος, αν θυμάστε (απ' εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ένθερμος -κι επί του πρακτέου- υποστηρικτής του «ό,τι κινείται πηδιέται». Αυτός που διατηρεί πολύ χαμηλά, αν διατηρεί, στάνταρντς ως προς τις επιλογές του για το αντίθετο φύλο. Ο σαβουρογάμης.

(Sexpyr - Sexpyrience - Σάββας)

Όποια γυναίκα δει
της την πέφτει στη στιγμή
όπως να 'ναι του κάνει
του Σάββα Ουρογάμη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό πλαστικό εργαλείο το οποίο εξομοιώνει το ανδρικό πέος. Γίνεται χρήση του (σαν έκφραση) για άντρες που κουράζονται εύκολα στο σεξ ή δεν έχουν συχνές σεξουαλικές επαφές, οπότε χρειάζονται βοήθεια.

- Είδες τον Κώστα με την Ελένη; Τσαντισμένη την είδα.
- Άσε ρε φίλε, ο Κώστας δεν την πηδάει καλά, τον βλέπω να πηγαίνει για υπερπέος ρεζέρβα και αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published

Το προφυλακτικό.

- Θα πάω στο club απόψε, ελπίζω να βρω καμιά γκόμενα να κάνω παιχνίδι...
- Μην ξεχάσεις να πάρεις και μπαλονάκια μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δες πορδοκόφτης, ο.

- Μπουγάδα τίγκα σκατοκόφτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρινγκ που δεν είναι απαραίτητα μεγάλο, αλλά συνοδεύει μεγάλα και ζουμερά οπίσιθια.

Μαλάκα, βγήκε έξω με τον στρίγκαρο και μια μίνι φούστα!

(από protnet, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το κρεβάτι στον οίκο ανοχής.

- Καθάρισε μωρή την μπουρδελιάστρα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσώρουχο τύπου μινέρβα.

- Της βγάζω τα ρούχα και φορούσε αλεξίπτωτο λες και ήταν λοκατζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ο-πού-τσαρος και η μοίρα του»

Λόγω μεγέθους τον φοβούνται οι γυναίκες.

- Μαλάκα με την κρεατόβεργα που έχει ο Ανδρέας, όπου τσάρος και η μοίρα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified