Further tags

Το χώρισμα ανάμεσα στα βυζιά μιας γυναίκας, αλλά και η αρχή του χωρίσματος των κωλωμερίων γενικά, που είναι ορατή όταν σηκωνόμαστε, πάμε να κάτσουμε, γέρνουμε μπροστά κλπ.

Τράβα το μπλουζάκι σου, ο από πίσω εναπόθετει το βλέμμα του στη χαράδρα σου.

Βλ. και κωλοχαράδρα, κωλοσχισμή, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ παχειά χείλη, αυτά που σε κάνουν να σκεφτείς ότι η γκόμενα που τα έχει κάνει καλές πίπες. Ο όρος χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για τις γυναίκες που έχουν φουσκώσει τα χείλη τους με σιλικόνη κλπ.

- ...και από κει που δεν είχε στόμα, έσκασε μύτη με κάτι τσιμπουκόχειλα!
- Καλή;
- Τέρας, σου λέω! Στα εξήντα της;;;

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυναικείο εσώρουχο τύπου στρινγκ, που η πίσω όψη του αποτελείται από λεπτό κορδόνι που χάνεται ανάμεσα στα κωλομέρια.

  2. Η γυναίκα που ανάμεσα στο παντελόνι και τη μπλούζα της διαφαίνεται το πάνω μέρος του εσώρουχού της, είτε είναι τύπου στρινγκ είτε παρεμφερές.

Προέλευση:

Προέρχεται από το όνομα του ποδοσφαιριστή Παναγιώτη Κορδονούρη λόγω προφανούς ηχητικής συγγένειας και ενδέχεται να πρωτοδιαδόθηκε ως όρος από αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.

  1. ...κάνω που λες στην άκρη τον κορδονούρη με το μικρό μου δαχτυλάκι, παίρνω φόρα και βουρ για το γκρόβερ!

  2. - Σσσσσσσσσσσσσ! Πιάσε ρε μαλάκα ένα κορδονούρη που περνάει...
    - Αυτό δεν είναι σώβρακο ρε φίλε, αυτό είναι μεσινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.

- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...

Δεν ξέρω να μαγειρεύω.  (από Galadriel, 16/02/09)(από electron, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων πολύ μικρό / λεπτό πέος.

- Άσε μαλάκα Μπάμπη, βαράγαμε μια ομαδική με τα παιδιά το Σαββάτο και ο Τάκης είχε πολύ λεπτό πούτσο, σχεδόν τσιγάρο!
- Σώπα ρε μαλάκα, δεν τον είχα για κατσαβιδοψώλη τον Τάκη...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερή γκόμενα με μεγάλα στήθη.

Η Δανάη είναι λος τουμπανέιρος!! Αν τη δεις στην παραλία θα πάθεις πλάκα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτριχο αιδοίο ή το εντελώς ξυρισμένο. Ιδανικό για κάποιον που του αρέσει το στοματικό σεξ. Επίσης βολικό για τις γυναίκες που θέλουν να βάλουν ένα εντυπωσιακό και μικρό εσώρουχο ή να βγουν στην παραλία.

-Χτες έκανα στοματικό στη Χριστίνα και της άρεσε πολύ. -Ναι αλλά πόσες τρίχες θα έφαγες... -Τρελός είσαι; Γυαλί ήταν απο κάτω, η κοπέλα είναι αστέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τριχωτό και πυκνό αιδοίο. Ο εφιάλτης του προπελάκια.

Η πρώτη μου γκόμενα ήταν πολύ ωραία, αλλά ρε παιδί μου σκαντζόχοιρος από κάτω. Δεν μπόρεσα ποτέ να τη γλείψω και ντρεπόμουν να της πω και να ξυριστεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν υπονοούμενο εννοείται το ανδρικό μόριο, μεγάλου μεγέθους και καλών επιδόσεων.

- Και που λες, ήμουν έξω με τη κοπέλα που γνώρισα στο μπαρ και πάμε στο αμάξι μετά και βγάζω έξω το εργαλείο και με αρχίζει στα κλαρίνα...
- Άσε μας ρε παραμυθά με τα μούσια σου!

Για του λόγου το αληθές... (από Hank, 28/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified