Selected tags

Further tags

Τα σπυριά (ακμή) που εμφανίζονται στο πρόσωπο της πλειονότητας των αρσενικών εφήβων και αποδίδονται στα αποτελέσματα της γνωστής πράξης (μαλακία), απόρροια των αυξημένων ορμονών.

- Ρε Μπάμπη, κόψε λίγο τη μαλακία, έχεις γεμίσει καυλόσπυρα.
- Άσε, κόλλησα στο porntube το σουκού και ξεχάστηκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, ο πισωγλέντης.

- Μωρή εξάτμιση, πάλι τον έφαγες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία, το μονόγαλο, σοβάτισμα (πεοπαλινδρόμηση).

Παλί ρε ψιλικοκό λάστιχο θα την κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Αυτός που αυνανίζεται.

- Καλά ε... Από το πολύ το τάκα-τάκα έχει γίνει Μάρτυρας του Αυνάν.

Every sperm is sacred! (από Hank, 27/04/09)Salvador Dali: Το όνειρο του Αυνάν. (από Hank, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που πνίγει το κουνέλι, αλλά έχει μια αξιοθαύμαστη προτίμηση στο τσιμπούκι.

Μην τη βλέπεις έτσι σεμνή... τσουτσουνοπνίχτρα είναι η Αλέκα. Άμα σε βάλει κάτω θα σε στραγγίξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατηγορία του τσιμπούκια ο τίγρης. Δίνεται εδώ έμφαση στις ευκολίες πληρωμής που παρέχει ο Θεοδόσης ως φτηνή πουτάνα και κοπέλα τελειωμένη που είναι.

Αυτί της γής: Τά μαθες; Τά 'φτιαξε η Αφροξυλάνθη με τον Πέρι!
Φίλος: Τι λες καημένε; Σιγά μην τα έφτιαξε με τον πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης!...

Whisky on tab... (από HODJAS, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Σχηματισμός στα ελληνικά αντίστοιχος προς τα λατινογενή enculer (γαλλικά) και βα φανκούλο (ιταλικά). Πλεονεκτήματα του όρου: ως μονολεκτικό είναι πιο σφριγηλό από το περιφραστικό «γαμιέμαι απ' τον κώλο». Και πιο ακριβές από το «τον παίρνω από πίσω» που, προκειμένου για γυναίκες, είναι αμφίσημο αν πρόκειται για κολπικό ή πρωκτικό σεχ.

Αυτί της γης: - Άκου μου που σου λέω, η Λάουρα κωλογαμιέται, το ξέρω από έμπιστη πηγή!
Φίλος: - Σιγά ρε, 2500 χρήστες του slang.gr το ξέρουν, εσύ τώρα τό 'μαθες; Κομίζεις μαλάκα εις slang.gr!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πηδοβολάω, -ιέμαι: Εμφατικό θαμιστικό του «πηδάω, πηδιέμαι». Δηλώνει διάρκεια και συχνότητα της πράξης. Σχηματίζεται σε σύνθεση με το βολάω-βολιέμαι < βόλος < βάλλω, όπως σε πολλές άλλες λέξεις, λ.χ.: οπλοπολυβόλο, πολυβόλο, μυδραλιοβόλο, φυλλοβόλος, ακτινοβόλος, ιοβόλος, κεραυνοβόλος, κερατοβόλος (σλανγκιστί), γεννοβολάω κ.ο.κ. Απλώς, το «πηδοβολάω» δεν υπάρχει στα Λεξικά, και γι΄αυτό θεώρησα γλωσσολογικό καθήκον μου να το καταχωρίσω. Σημειωτέον ότι χρησιμοποιείται συνηθέστερα ο παθητικός τύπος «πηδοβολιέμαι» ακόμη και γι' αυτόν που έχει τον «ενεργητικό» ρόλο.

Πώς να μην κολλήσει AIDS ο John Holmes, αφού πηδοβολιόταν με χιλιάδες πορνοστάρ και μάλιστα χωρίς προφύλαξη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σέικερ, προκύπτει εκ της αγγλικής λέξης shaker (αναδευτήρας).

Ο σλανγκισμός αφορά το δοχείο στο οποίο γίνεται παλινδρομική κίνηση του περιεχομένου του που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά νερό, καφέ και ζάχαρη, με στόχο τη δημιουργία φραπέ.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για το πέος (που σχηματικά θυμίζει κλασσικό σέικερ), το οποίο τίθεται σε παλινδρομική διαδικασία με στόχο τη δημιουργία σπερμικού υγρού.

Πρωί, πρωί σε συνεργείο. Ο μάστορας (Κώστας) βλέπει τι μαλακίαέχει πάλι κάνει ο νεαρός βοηθός του, ο Βασίλης. Τον πλησιάζει και του λέει.
Κώστας: - Αχ ρε Βασιλάκη... Πάλι μαλακία έκανες. Μην το κουνάς τόσο πολύ το σέικερ. Βασίλης: - Δεν χρησιμοποιώ σέικερ, ελληνικό πίνω.
Κώστας: Κόψε την πρωινή ρε Βασίληηηη. Αφού σε πειράζει που σε πειράζει. Κόφ' την που να πάρει.
Βασίλης: - Ποιαν πρωινή να κόψω;
Κώστας: - Γκρρρρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη ονομασία για το μουνί από αγάμητες, θεούσες, συνδυασμό των δύο παραπάνω, την Μόνικα στα Φιλαράκια, πωρωμένες με την κηπουρική και ηρωίδες άρλεκιν.

Πηγή: Κνάσος.

Η Νιόβη ένιωθε την ακαταμάχητη έλξη για τον ανδρισμό του Φαίδωνα, αλλά έπρεπε πρώτα να σιγουρευτεί πως η ώρα να κοπεί το λουλούδι της είχε πράγματι έρθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified