Selected tags

Further tags

Θέλει και σκέψη; Γυναικεία υγρά.

Έχει μουνάκι βερύκοκο... Θα της πιω το μουνόγαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον.. παίρνει αμέσως.

-Η Γιαννιώτισες κ Θεσσαλονικιές είναι πηδήξιμες!!

Βλ. και γαμήσιμος.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρειάζονται 3 άτομα, 2 άντρες και 1 γυναίκα.

Είναι η στάση όπου κατά τη διάρκεια του σεξ η γυναίκα είναι ανάμεσα στους 2 άντρες και την περιποιούνται ταυτόχρονα και οι 2.

Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες.

Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα πολύ έκφυλη! Τελικά το βράδι την πήραμε σάντουιτς και οι 2!

Σύγκρινε με σούβλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στάση στο σεξ, όπου το ζευγάρι κάνει ταυτόχρονα στοματικό σεξ, ξαπλωμένοι αντίθετα.

-Είμαι 2 μήνες μαζί με τη Σοφία και απο σεξ τίποτα! -Άρα είναι περιττό να σε ρωτήσω αν έχετε κάνει εξήντα εννιά, για παράδειγμα.. -Πλάκα κάνεις;

Sit on my face and tell me that you love me! (από Hank, 16/02/09)(από patsis, 07/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο έμπειρος, αυτός που είναι πολύ καλός σε αυτό που κάνει. Δεν έχει να κάνει μόνο με τεχνικές ικανότητες, αλλά επεκτείνεται σε όλους τους τομείς.

- Καλά ο Νίκος είναι και πολύ μεγάλος κατακτητής! Κάθε μήνα και με άλλη είναι! Πώς του κάθονται όλες αυτές; - Ε, είναι πολύ έμπειρος στο κρεββάτι και μάστορας στο στοματικό σεξ! Ποια να του αντισταθεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (ενν. μαλακία): αυνανίζομαι (για άντρες). Συνώνυμα: τραβάω, τον παίζω

  2. Σε φράσεις του τύπου βαράω + ουσιαστικό: κάτι που με αφορά πλησιάζει σε (άσχημο) τέλος. Συνώνυμα: πάω / κοντεύω για, χτυπάω

  1. Πω ρε μαλάκα, είχα να βαρέσω μια βδομάδα και άσπρισα τους τοίχους μιλάμε σήμερα...

  2. - Αλήθεια, πώς πάν τα παιδιά με το μαγαζί; - Πώς να πάνε... Από τότε που τα τίναξε το αφεντικό, τους πήρε η κάτω βόλτα. Τους βλέπω να βαράνε διάλυση όπου νά 'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω (γκομενάκι), το εξετάζω από τη κορυφή μέχρι τα νύχια και είμαι έτοιμος να δώσω το μήνυμα στον εγκέφαλο για κατά μέτωπο επίθεση!

Ώπα παιδιά πάρτε μάτι το μωρό, δεν της την πέφτει κανείς... Πρώτος το μπανιζοκοζάρισα το μωρό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπήκω τινά. Επιδίδομαι σε ερωτικάς πράξεις διεισδύσεως μετά ετέρας.

- Ρε συ Μάκη, τι είναι αυτό το γκομενάκι εκει πέρα;
- Το Μαράκι; Δεν θυμάσαι ρε που την έμπηκε ο Γιάννος πέρσι;

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη ρωσικής προελέυσεως υποδηλούσα τον μαλάκα. Εναλλακτικά, ο Ρωσοπόντιος ανώνυμος. Συνήθως, απευθυνόμενος σε κάποιον άλλο, οφείλει κανείς να τραβήξει το τελικό άλφα.

- Εεεε... Μπινταράαα... Εμένα κοίταξες έτσι... Να 'ρθω εκεί να παίξουμε τις γροθιές;
- Εμένα ρε; Μπλιαάατ... Έλα εδω κανονίσω σε...

Από διαδηλώσεις κατά του Πούτιν.  (από Khan, 20/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις στην καθομιλουμένη. Η λέξη πιθανώς να ανακαλύφθηκε από αναγνώστη γνωστού περιοδικού στη στήλη «Γράμματά Σας».

Γενικότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απροσδιόριστος χαρακτηρισμός για μη-ακλόνητα στερεωμένα μικρά αντικείμενα που μπορούν να ταλαντεύονται.

Έχω ένα μικρό πρόβλημα με τον σκύλο μου και είμαι σε βαθιά απόγνωση. Kάθε φορά που κάνω έρωτα με τον φίλο μου (είμαι gay), o σκύλος μας (Aγ. Bερνάρδου) έρχεται και του γλείφει τα... καλαμπαλίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified