Selected tags

Further tags

Σχηματίζεται κατά το στα τσακίδια, του οποίου είναι και συνώνυμο.

  1. - Ουφ, έφυγε επιτέλους αυτός ο ψωλοβρόντης! - Στα γαμήδια!

  2. - Ρε άντε στα γαμήδια από δω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε στην κατοχή ενός άνδρα τραβάει την προσοχή στις γυναίκες και τις κάνει περισσότερο προσβάσιμες σεξουαλικά. Συνήθως λέγεται για αμάξια, κότερα και συναφή πνευματικά αγαθά...

Συνώνυμο: μουνοπαγίδα

- Ωπ, νάτος και ο Χρήστος με την καινούρια του Ferrari... - Κοίτα πώς έχουνε κολλήσει όλα τα πιπινάκια... Πολύ γκομενοπαγίδα αυτό το αμάξι ρε πούστη μου!

Γκομενοπαγίδα κι αυτή. (από patsis, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός λόγω μικρού πέους. Χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε κάποιον που το παίζει μεγάλος σε δύναμη.

-Θα σε δείρω ρε μαλάκα!
-Για ηρέμησε ρε μικρούλη μη σε βάλω κάτω και σε αχίσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε ανδρικό τραβάει την προσοχή των γυναικών και τις κάνει προθυμότερες για σεξ. Συνώνυμο της γκομενοπαγίδα.

- Ε, όπως και να το κάνουμε, το συγκρότημα είναι μουνοπαγίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που λόγω της σπαστικής της συμπεριφοράς, διώχνει τους άντρες (διώχνει μακριά το γκαβλί), η αγάμητη.

Theo: Και για το πιο απλό θέμα να μιλήσουμε, δεν μπορεί, θα μου τα σπάσει τα παπάρια. Sakis: Ναι μωρέ, χέσ' τηνα τη ξούγκαβλη .

Να ποιά είναι η πραγματική Αλεξάνδρα. (από GATZMAN, 14/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλική πράξη, το πήδημα.

- Το θες το φαγκότο σου!
- Σιγά μη δεν το 'θελα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος που γουστάρει σεξ.

Μαγκουρογαμόσαυρος ο αιτωλοακαρνάνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με solo, επομένως σολίστ -> ψωλίστ.

- Πώς ήταν ρε μαλάκα το πιπίνι στο κρεβάτι;
- Πού να στα λέω... Μεγάλη ψωλίστ φίλε!

Άξια χειροκροτήματος! (από Vrastaman, 09/10/08)(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να στολίσει κάποιον που προκαλεί απορία ή θυμό με τις πράξεις του. Συνώνυμο του την παίζω. Συνοδεύεται συνήθως από την παλινδρομική κίνηση της χειρός, που παραπέμπει σε αυτοϊκανοποίηση.

  1. (Ύστερα από αντικανονική προσπέραση:)
    - Καλά μαλάκα, τρομπάρεις;;

  2. - Ο Γιάννης πάει γυρεύοντας μου φαίνεται... Έχει τη Μαρία για επίσημη, τη Νίκη αναπληρωματική και το ψήνει και με την Ελένη.
    - Τρομπάρει ο μαλάκας; Κακά ξεμπερδέματα θά' χουμε!

(από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο.

- Κοίτα Κική, περνάει ο πρώην σου ο Άγγελος... Βρε αυτός είναι στούμπος! - Κοντός είναι φιλενάδα, αλλά έχει ένα μπιρμπίλι...!

Τουκανισμος: ο Πρόεδρας αποκρύπτει τπ μπιρμπίλι με τις παλάμες του.. (από Vrastaman, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified