Η παρτουζιάρα.
Καλή η γκόμενα χτες, χόρτασα απο σάντομουνιτς.
Ο τυπάς που τριγυρνά έξω από τις γυναικείες τουαλέτες, μπας και πετύχει καμιά μεθυσμένη να τη γαμήσει.
- Μεγάλος ύαινας ο τυπάκος εκεί, θυρωρός είναι στα WC;
- Γυπάκος ο τζακαλάκος!
Got a better definition? Add it!
Η κοντή όμορφη κοπέλα.
- Κόψε μικρούλι γκομενάκι;!
- Καλός πουτσομεζές με ούζο!
βλ. και ψωλομεζές
Got a better definition? Add it!
Το λέμε όταν κάποιος κάθεται απλωμένος.
- Ρε Τάσο, πλατυποδία στ' αρχίδια έχεις;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι πολύ καυλωμένος.
Ώπα ρε τρίκαυλε!
Got a better definition? Add it!
H μικρή όμορφη κοπέλα που τον παίρνει.
- Για δες την Κατερινούλα, πουτανοκαυλίτσα έγινε!
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός των λέξεων ψωλή και χιονάνθρωπος. Είναι ο χιονάνθρωπος που έχει και ψωλή.
Συνδυάζει το παιδικό παιχνίδι με την άρνηση της συμβατικής ηθικής (εξ ου και η ψωλή) και ωσεκτουτού η συνήθης κατάληξή του είναι η ίδια με των αρχαίων αγαλμάτων από τους χριστιανούς: ο ακρωτηριασμός του επίμαχου σημείου ή/και η πλήρης καταστροφή του από κάποιον ηθικό πολίτη...
- Φτιάξαμε εδώ πιο κάτω έναν ψωλάνθρωπο γαμάτο, σαν άγαλμα!
- Έλα ρε! Πού είναι να τον δω;
- Ατύχησες φίλε! Λίγο αφότου φύγαμε, μια κακογαμημένηπήγε και τον έκανε χίλια κομμάτια... Θα την πείραξε η μεγάλη ψωλή φαίνεται!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μεγάλη συγκέντρωση ωραίων γυναικών.
Τι γίνεται εδώ ρε Τάκη, έχει πέσει μουνοθύελλα!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Ασφαλής τρόπος για να μιλήσετε για σεξ χωρίς να το καταλάβει τρίτος (λέμε τώρα...).
Τι έγινε μεγάλε, φάγαμε κρέπα χτες;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει ό,τι βρει μπροστά του, ακόμα και αυτούς ή αυτές που δεν βλέπονται.
- Ρε αυτός πήγε με το μπάζο την Μαρία.
- Καλά, δεν ξέρεις τι σαβουρογάμης που είναι;
Και σαβουρομπήχτης.
Got a better definition? Add it!