Η πρωκτολειχία, κοινώς το κωλογλείψιμο.
Η πρωκτολειχία, κοινώς το κωλογλείψιμο.
Συνώνυμα: ροδέλα.
Got a better definition? Add it!
Η λεσβία.
- Ρε συ, την είδες την Τασία πως κωλοτρίβεται στην Ελένη;
- Καλά, δεν την έχεις πάρει χαμπάρι; Είναι μια Μυτιληνιά αυτή.....
Got a better definition? Add it!
Παιδικό ομαδικό παιχνίδι για αγοράκια που αυνανίζονται ταυτόχρονα και παρατεταγμένα στην ίδια γραμμή, σύμφωνα με το οποίο νικητής ανακηρύσσεται αυτός του οποίου η εκσπερμάτιση πετάγεται σε μεγαλύτερη απόσταση από των υπολοίπων.
Κατά την διάρκεια φιλικής επίσκεψης, δύο ζευγάρια συζητούν. Οι γυναίκες όμως θέλουν να μιλήσουν κατ' ιδίαν για «γυναικεία θέματα».
Ρούλα: Άντε αγοράκια μου, πηγαίνετε λίγο μέσα να τα πείτε οι δυο σας. Θέλω κάτι να συζητήσω με την Σούλα.
Πέτρος: Και τι να κάνουμε μόνοι μας μέσα;
Ρούλα: Ξέρω 'γω; Παίξτε πιτσικουλιές!
Got a better definition? Add it!
Το νταούλι (βλ. φωτο 1) είναι γνωστό ευμεγέθες κρουστό μουσικό όργανο. Η έκφραση αναφέρεται στα αρχίδια μας, τα οποία κάποιος έχει πρήξει και μοιάζουν με το συμπαθές προαναφερθέν μουσικό όργανο, τουλάχιστον από πλευράς μεγέθους, ενώ δεν υπάρχουν αναφορές για προσομοίωση και του σχήματος.
Συνώνυμη έκφραση: μας τά 'χεις κάνει τσουρέκια (βλ. φωτο 2), αν και το μέγεθος του τσουρεκιού υπολείπεται αυτού του νταουλιού. Θεωρητικώς λοιπόν πρώτα γίνονται σαν τσουρέκια και αν το πρήξιμο συνεχίσει γίνονται νταούλια.
Παρά την κρατούσα άποψη ότι η έκφραση είναι καθαρά μεταφορική διότι πρακτικά δεν απαντώνται αρχίδια σε μέγεθος τσουρεκιού ή νταουλιού, η ζοφερή πραγματικότητα είναι άλλη και είναι αυτή που γραφικά αποτυπώνεται στο λινκ που παρατίθεται, αν και δεν υπάρχει σαφής και επιστημονικά τεκμηριωμένη απόδειξη ότι η πάθηση οφείλεται στο ότι κάποιος μας τά 'χει ζαλίσει.
Τι κορνάρεις ρε γαμημένε μισή ώρα; Μας τά 'χεις κάνει νταούλια πρωί πρωί μη σου γαμήσω τίποτα...
... Έλεγε, έλεγε, έλεγε ο καριόλης και σταματημό δεν είχε. Μας τά 'κανε νταούλια. Αφού σε μια φάση είπα να κόψω το δάχτυλο μου με κάτι για να ματώσει και να ζητήσω να βγω έξω και καλά. Δεν αντέχεται ο πούστης... Και είναι και η βιολογία γάμησέ το μάθημα, τα μόρια και τα ένζυμα και τα ένσημα... Άει σιχτίρι λέω γω...
Βλ. και μας τα'χεις κάνει κρεμμυδασκέλες
Got a better definition? Add it!
Είναι ο σεξουαλικός ερεθισμός, το κάβλωμα, η διέγερση.
Ρε συ, κοίτα τη την μουνίτσα, δεν το περίμενα, μου έφτιαξε παπάρι.
Got a better definition? Add it!
Ευφημισμός για το σεξ. Ασαφής όρος. Μπορεί να αναφέρεται σε ο,τιδήποτε από ένα απλό φάσωμα έως ένα χαλαρό φίκι-φίκι ως και ένα γαμήσι τρικούβερτο.
Είναι έκφραση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα, από κοπέλες καλών οικογενειών - λέμε τώρα - οι οποίες θέλουν να δείξουν ότι δεν έχουν, φυσικά, κανένα πρόβλημα με το σεξ αλλά, βέβαια, δεν δίνουν και πολύ μεγάλη σημασία σ' αυτές τις ανοησίες και, έτσι κι αλλιώς, η ανατροφή τους δεν τους επιτρέπει να μεταχειρισθούν, αν και τις ξέρουν, τις χυδαίες εκφράσεις που έχουν συνέχεια στο στόμα τους (μαζί με διάφορα άλλα πράγματα) εκείνες οι άλλες οι ξετσίπωτες. Έτσι, λοιπόν, λένε τα σαχλά και, μεταξύ τους τουλάχιστον, συννενοούνται.
Είναι μια έκφραση που οι κοπέλες αυτές μπορούν άνετα να χρησιμοποιήσουν μιλώντας π.χ. στην μεγάλη αυστηρή ξαδέλφη και, μάλλον, και στη μαμά. Την χρησιμοποιούν επίσης και σε παρέα όπου υπάρχουν και άντρες, αν νιώθουν μια σιγουριά - δηλαδή, ότι κάποιος από τους παρόντες δεν θα το χοντρύνει απότομα (βλ. και εδώ). Μπορεί να τη χρησιμοποιήσουν μιλώντας και προς τον γκόμενο/άντρα τους - και τότε πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη γουτσισμού.
Άντρες μεταξύ τους δεν χρησιμοποιούν αυτή την έκφραση, απ' όσο ξέρω. Ένας άντρας που την μεταχειρίζεται μιλώντας σε γυναίκες είναι γενικώς φλούφλης και, πιθανώς, γυναικοθόδωρος και καληνυχτάκιας. Ή, η άλλη περίπτωση, το πάει λάου-λάου για να γαμήσει στα μουλωχτά.
Είναι πάντα τα σαχλά και ποτέ το σαχλό. Στον ενικό, απαντάται πιο σπάνια και πάντα με την αόριστη αντωνυμία κανένα/κάνα σαχλό
- Αχ, Μαριέττα μου, χίλια συγνώμη, θ' αργήσουμε λίγο το μεσημέρι ... όχι, όχι, μια χαρά είμαστε, κανένα πρόβλημα ... απλώς, ο Κωνσταντίνος με το που ξύπνησε το πρωί ήθελε πάλι σαχλά ... και του λέω, πρέπει να ετοιμαστούμε, αγάπη μου, μας περιμένει η Μαριέττα για λαντς, αλλά ξέρεις οι άντρες, ένα πράμα έχουν στο μυαλό τους ...
- Αλέξη, μ' αγαπάς;
- Μωρό μου, βέβαια ... γιατί ρωτάς;
- Ε, να ... γιατί είναι πάνω από ένας μήνας τώρα που έχουμε να κάνουμε κανένα σαχλό ... (γούτσου-γούτσου) ... θέλεις να πάμε μέσα σε λίγο ...
- Μανούλα μου, τώρα αρχίζει το ματς ... πιο ύστερα ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τον παίρνω. Απαντάται και ως «τον ψιλοκολατσίζω».
- Ρε συ, λες να τον ψιλοκολατσίζει ο Τάκης;
- Καλά ρε, πού ζεις;
Got a better definition? Add it!
Τύποι πίπας. Τα δύο άκρα του φάσματος. Το ιδανικό και το απευκταίο.
Αν κανείς δεν κατάλαβε ακόμη για τί πράμα μιλάμε - που δε νομίζω - ας πει απλώς τις δυο λέξεις με τρόπο κάπως εξεζητημένο, δηλαδή με το στόμα προτεταμένο για τη Χονολουλού και τραβηγμένο προς τα πλάγια για την Ταγκανίκα. ΟΚ, μέχρι εδώ; Τώρα μπορείτε να φανταστείτε και τι συμβαίνει στη μια περίπτωση και τι στην άλλη όταν έχετε συγχρόνως και κάτι σχετικά ευαίσθητο στο στόμα.
Για μια σωστή Χονολουλού βοηθούν πολύ τα τσιμπουκόχειλα. Η Ταγκανίκα κατατάσσεται στα επικίνδυνα σπορ π.χ. τσιμπούκια ο τίγρης.
Η έκφραση μια Χονολουλού, μια Ταγκανίκα περιγράφει καταστάσεις όπου οι συνθήκες και τα συναισθήματα αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Η αρχική αναφορά είναι από παλιό ανέκδοτο, μάλλον κρύο.
Νομίζει ότι η πίπα είναι δαγκωτή. Άσε τη μασέλα κι έλα! Σε θέλω με τα ούλα σου! Μην λες Ταγκανίκα και τσατσάρα. Για προσπάθησε με: Χονολουλού, λουλούδι, χνούδι. (Από παλιό τεύχος του ΚΛΙΚ)
- Ρε γαμώτο, πολύ μ' έχει μπερδέψει ο καινούργιος ο προϊστάμενος ... μια έτσι και μια γκιουβέτσι με πάει... μια Χονολουλού, μια Ταγκανίκα
- Έλα τώρα, κάνεις και πως δε σ' αρέσει ... σε ξέρουμε και σένα ... μια ζωή τράβα μου το μούσι και φώναζε με παλιοκόριτσο ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.
- Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
- Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
- Πίκρα...
- Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
- Γιατί, δεν νήστευες;
- Ε;
- Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
- Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;
- Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
- Άσε, το ανοίγω εγώ...
(ΚΡΑΚ!!!)
- Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κλασικός χαρακτηρισμός για τις πολύ επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες. Η έκφραση προήλθε από την εποχή κατά την οποία (ξανα)ήταν της μοδόςένα συγκεκριμένο γυναικείο αξεσουάρ (βλ. εικόνα), αγαπητό στις hard core γκόμενες, το οποίο παραπέμπει στην μαύρη ζώνη στο καράτε.
- Ααααχ..
- Τι έγινε ρε παιδί μου;
- Αυτή η Νταίζη...
- Ε, καλά τώρα, άμα σου έλεγα ότι το κορίτσι έχει μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν...
- Ααααχ!
Got a better definition? Add it!