Selected tags

Further tags

Εντυπωσιακό ηχητικά ρήμα το οποίο περιγράφει καταστάσεις όπου δύο άτομα περιστασιακά και χωρίς ιδιαίτερες περαιτέρω σχέσεις πηδιούνται. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χωρίς να υπονοεί συγκεκριμένον παρτενέρ με την έννοια του «πηδιέμαι από δω και από κει».

  1. -Και τι λέει τώρα ρε Κωστή, τα 'χουν αυτοί οι δύο;
    -Όχι ρε Γιώργο, πας καλά; Απλά τραβογαμιούνται...

  2. Τη βλέπεις αυτή εκεί που τα 'χει πετάξει όλα έξω; Δεν ξέρω αν σου προκαλώ έκπληξη αλλά προφανώς και τραβογαμιέται από τα 12...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρσενικός διευθυντής οίκου ανοχής. Συνήθως κραγμένος ομοφυλόφιλος.

- ... πήγα που λες στο μπουρδέλο που μου είπαν, και βγαίνει ο τσάτσος την ώρα που περίμενα. Μου την έπεφτε αγρίως, και έτσι ξενέρωσα και σηκώθηκα και έφυγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του όρου solarium... Συνήθως φέρονται να το κάνουν γυναίκες, όπως και το solarium... Συνδέεται άμεσα με την ερωτική συνεύρεση...

-Ωραία γκόμενα αυτή...
-Ναι, και έχω ακούσει ότι κάνει τρομερό ψωλάριουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της υγράνσεως του γυναικείου κόλπου κατά την σεξουαλικήν διέγερσιν, υποδηλώνει μεταφορικώς και με τρόπον ενθουσιώδη κάτι που είναι πολύ καλό, τέλειο. Συνώνυμα: (μες την) καύλα, τζετ, τζιτζί.

(Γιάννης) - Έχω βάλει τις μπύρες στην κατάψυξη και είναι μπουμπουνιστές! (Βαγγέλης) - Μούσκεμα είσαι!

βλ. και στάζω, τσουπλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταξύ αντρών για να περιγράψει συνθηματικά το ξυρισμένο εφηβαίο.

-Για πες τι παίχτηκε με το Μαράκι, προχωρήσαμε;
-Προχωρήσαμε, προχωρήσαμε...
-Ώπα! Και για πες, για πες!
-Ένα έχω να σου πω... Καμμένο δάσος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία αυτός που κατά την ερωτική συνεύρεση δεν έχει αρκετή στύση. Μεταφορικά χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός.

  1. - Αυτόν τον καιρό είμαι πολύ ντεκαυλέ...
    - Τι, δεν γαμάς καθόλου;
    - Γαμάω μωρέ, αλλά είμαι μαλακοκαύλης.

  2. - Κοίτα τον Γιώτη, πάλι σε γκόμενα την πέφτει! - Τι πηγαίνει μωρέ ο μαλακοκαύλης; Αφού όλο χυλόπιτες τρώει!

Βλ. και κάμα σούπα, μαλακογάμης, -καύλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το γαλλικό ντεφορμέ (= εκτός φόρμας), χρησιμοποιείται για περιόδους όπου κάποιος δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για σεξ.

- Πωω, αυτές τις μέρες τις θέλω όλες... Κοντεύει να μου στρίψει σου λέω!! - Μπα, εγώ ειμαι ντεκαυλέ τώρα τελευταία...

βλ. και ξενερουά, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Γυναίκα που εύκολα συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις. Ενίοτε αναφέρεται και επιτιμητικά.

(Teo) - Πω πω μανάρα μου, τι ντύσιμο έχει αυτή, όλα έξω τα'χει!

(Sakis) - Nαι ρε φιλάρα μου κοίτα τη, θα είναι πολύ ρουφογκαβλέτα αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφύσικη υπερδιέγερση του πέους, συνήθως τα πρωινά λόγω της ανάγκης για ούρηση...

- Ξύπνησα νωρίς γιατί είχα κάτι κατουρόκαυλες...

Αγουροξυπνημένος μου φαίνεσαι Μπρους... (από Galadriel, 16/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πιο απλά, η εισχώρηση κατά την ερωτική πράξη... Εμπεριέχει φαλλοκρατικές τάσεις...

Μια γκόμενα χθες... την κάρφωσα για τα καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified