Selected tags

Further tags

Στην κυριολεξία αυτός που κατά την ερωτική συνεύρεση δεν έχει αρκετή στύση. Μεταφορικά χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός.

  1. - Αυτόν τον καιρό είμαι πολύ ντεκαυλέ...
    - Τι, δεν γαμάς καθόλου;
    - Γαμάω μωρέ, αλλά είμαι μαλακοκαύλης.

  2. - Κοίτα τον Γιώτη, πάλι σε γκόμενα την πέφτει! - Τι πηγαίνει μωρέ ο μαλακοκαύλης; Αφού όλο χυλόπιτες τρώει!

Βλ. και κάμα σούπα, μαλακογάμης, -καύλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το γαλλικό ντεφορμέ (= εκτός φόρμας), χρησιμοποιείται για περιόδους όπου κάποιος δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για σεξ.

- Πωω, αυτές τις μέρες τις θέλω όλες... Κοντεύει να μου στρίψει σου λέω!! - Μπα, εγώ ειμαι ντεκαυλέ τώρα τελευταία...

βλ. και ξενερουά, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Γυναίκα που εύκολα συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις. Ενίοτε αναφέρεται και επιτιμητικά.

(Teo) - Πω πω μανάρα μου, τι ντύσιμο έχει αυτή, όλα έξω τα'χει!

(Sakis) - Nαι ρε φιλάρα μου κοίτα τη, θα είναι πολύ ρουφογκαβλέτα αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφύσικη υπερδιέγερση του πέους, συνήθως τα πρωινά λόγω της ανάγκης για ούρηση...

- Ξύπνησα νωρίς γιατί είχα κάτι κατουρόκαυλες...

Αγουροξυπνημένος μου φαίνεσαι Μπρους... (από Galadriel, 16/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πιο απλά, η εισχώρηση κατά την ερωτική πράξη... Εμπεριέχει φαλλοκρατικές τάσεις...

Μια γκόμενα χθες... την κάρφωσα για τα καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται μετά από μεγάλη έκπληξη για να δηλώσει περιεκτικά όλη την απορία και την τρομάρα του ομιλητή.

  2. Η πρώτη έκφραση που φτάνει στο μυαλό κάποιου προκειμένου να εκφράσει απορία σε συνδυασμό με αγανάκτηση για μια πρόσφατη διαπίστωση.

  1. — Τι στον πούτσο;;;
    — Τι ήταν αυτό ρε μαλάκα σεισμός;

  2. Τι στον πούτσο; Πας καλά; Αυτά σου είπα να πάρεις γαμώτο μου;
    Τρέχα πάλι σούπερ μάρκετ και φέρε Ο,ΤΙ ζήτησα!

Δες γενικότερα: η ευχή και ο πούτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπίπτει απόλυτα και με το γνωστό φάκαμπλ, εξ ολοκλήρου αγγλικό, εκ των fuck και την κατάληξη -able.

- Τσέκαρε εκεί ρε απέναντι αυτά τα γκομενάκια!
- Ε όχι ρε φίλε είπαμε!
- Γιατί ρε μαλάκα σε χάλαγαν; Μια χαρά φάκαμπλ τις κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο.

- Κοίτα Κική, περνάει ο πρώην σου ο Άγγελος... Βρε αυτός είναι στούμπος! - Κοντός είναι φιλενάδα, αλλά έχει ένα μπιρμπίλι...!

Τουκανισμος: ο Πρόεδρας αποκρύπτει τπ μπιρμπίλι με τις παλάμες του.. (από Vrastaman, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να στολίσει κάποιον που προκαλεί απορία ή θυμό με τις πράξεις του. Συνώνυμο του την παίζω. Συνοδεύεται συνήθως από την παλινδρομική κίνηση της χειρός, που παραπέμπει σε αυτοϊκανοποίηση.

  1. (Ύστερα από αντικανονική προσπέραση:)
    - Καλά μαλάκα, τρομπάρεις;;

  2. - Ο Γιάννης πάει γυρεύοντας μου φαίνεται... Έχει τη Μαρία για επίσημη, τη Νίκη αναπληρωματική και το ψήνει και με την Ελένη.
    - Τρομπάρει ο μαλάκας; Κακά ξεμπερδέματα θά' χουμε!

(από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με solo, επομένως σολίστ -> ψωλίστ.

- Πώς ήταν ρε μαλάκα το πιπίνι στο κρεβάτι;
- Πού να στα λέω... Μεγάλη ψωλίστ φίλε!

Άξια χειροκροτήματος! (από Vrastaman, 09/10/08)(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified