Selected tags

Further tags

  1. Χρησιμοποιείται μετά από μεγάλη έκπληξη για να δηλώσει περιεκτικά όλη την απορία και την τρομάρα του ομιλητή.

  2. Η πρώτη έκφραση που φτάνει στο μυαλό κάποιου προκειμένου να εκφράσει απορία σε συνδυασμό με αγανάκτηση για μια πρόσφατη διαπίστωση.

  1. — Τι στον πούτσο;;;
    — Τι ήταν αυτό ρε μαλάκα σεισμός;

  2. Τι στον πούτσο; Πας καλά; Αυτά σου είπα να πάρεις γαμώτο μου;
    Τρέχα πάλι σούπερ μάρκετ και φέρε Ο,ΤΙ ζήτησα!

Δες γενικότερα: η ευχή και ο πούτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπίπτει απόλυτα και με το γνωστό φάκαμπλ, εξ ολοκλήρου αγγλικό, εκ των fuck και την κατάληξη -able.

- Τσέκαρε εκεί ρε απέναντι αυτά τα γκομενάκια!
- Ε όχι ρε φίλε είπαμε!
- Γιατί ρε μαλάκα σε χάλαγαν; Μια χαρά φάκαμπλ τις κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο.

- Κοίτα Κική, περνάει ο πρώην σου ο Άγγελος... Βρε αυτός είναι στούμπος! - Κοντός είναι φιλενάδα, αλλά έχει ένα μπιρμπίλι...!

Τουκανισμος: ο Πρόεδρας αποκρύπτει τπ μπιρμπίλι με τις παλάμες του.. (από Vrastaman, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να στολίσει κάποιον που προκαλεί απορία ή θυμό με τις πράξεις του. Συνώνυμο του την παίζω. Συνοδεύεται συνήθως από την παλινδρομική κίνηση της χειρός, που παραπέμπει σε αυτοϊκανοποίηση.

  1. (Ύστερα από αντικανονική προσπέραση:)
    - Καλά μαλάκα, τρομπάρεις;;

  2. - Ο Γιάννης πάει γυρεύοντας μου φαίνεται... Έχει τη Μαρία για επίσημη, τη Νίκη αναπληρωματική και το ψήνει και με την Ελένη.
    - Τρομπάρει ο μαλάκας; Κακά ξεμπερδέματα θά' χουμε!

(από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με solo, επομένως σολίστ -> ψωλίστ.

- Πώς ήταν ρε μαλάκα το πιπίνι στο κρεβάτι;
- Πού να στα λέω... Μεγάλη ψωλίστ φίλε!

Άξια χειροκροτήματος! (από Vrastaman, 09/10/08)(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος που γουστάρει σεξ.

Μαγκουρογαμόσαυρος ο αιτωλοακαρνάνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλική πράξη, το πήδημα.

- Το θες το φαγκότο σου!
- Σιγά μη δεν το 'θελα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που λόγω της σπαστικής της συμπεριφοράς, διώχνει τους άντρες (διώχνει μακριά το γκαβλί), η αγάμητη.

Theo: Και για το πιο απλό θέμα να μιλήσουμε, δεν μπορεί, θα μου τα σπάσει τα παπάρια. Sakis: Ναι μωρέ, χέσ' τηνα τη ξούγκαβλη .

Να ποιά είναι η πραγματική Αλεξάνδρα. (από GATZMAN, 14/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε ανδρικό τραβάει την προσοχή των γυναικών και τις κάνει προθυμότερες για σεξ. Συνώνυμο της γκομενοπαγίδα.

- Ε, όπως και να το κάνουμε, το συγκρότημα είναι μουνοπαγίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός λόγω μικρού πέους. Χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε κάποιον που το παίζει μεγάλος σε δύναμη.

-Θα σε δείρω ρε μαλάκα!
-Για ηρέμησε ρε μικρούλη μη σε βάλω κάτω και σε αχίσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified