Ο ηλικιωμένος που γουστάρει σεξ.
Μαγκουρογαμόσαυρος ο αιτωλοακαρνάνας.
Ο ηλικιωμένος που γουστάρει σεξ.
Μαγκουρογαμόσαυρος ο αιτωλοακαρνάνας.
Ενδοτάξεις γαμοσαύρων: καβουρογαμόσαυρος, καγκουρογαμόσαυρος ο φαντασιόπληκτος, καμπουρογαμόσαυρος domesticus, καμπουρογαμόσαυρος pornobichtus, καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής, μαγκουρογαμόσαυρος, μπακουρογαμόσαυρος, σαβουρογαμόσαυρος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η σεξουαλική πράξη, το πήδημα.
- Το θες το φαγκότο σου!
- Σιγά μη δεν το 'θελα!
Got a better definition? Add it!
Η κοπέλα που λόγω της σπαστικής της συμπεριφοράς, διώχνει τους άντρες (διώχνει μακριά το γκαβλί), η αγάμητη.
Theo: Και για το πιο απλό θέμα να μιλήσουμε, δεν μπορεί, θα μου τα σπάσει τα παπάρια. Sakis: Ναι μωρέ, χέσ' τηνα τη ξούγκαβλη .
Got a better definition? Add it!
Οτιδήποτε ανδρικό τραβάει την προσοχή των γυναικών και τις κάνει προθυμότερες για σεξ. Συνώνυμο της γκομενοπαγίδα.
- Ε, όπως και να το κάνουμε, το συγκρότημα είναι μουνοπαγίδα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός λόγω μικρού πέους. Χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε κάποιον που το παίζει μεγάλος σε δύναμη.
-Θα σε δείρω ρε μαλάκα!
-Για ηρέμησε ρε μικρούλη μη σε βάλω κάτω και σε αχίσω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οτιδήποτε στην κατοχή ενός άνδρα τραβάει την προσοχή στις γυναίκες και τις κάνει περισσότερο προσβάσιμες σεξουαλικά. Συνήθως λέγεται για αμάξια, κότερα και συναφή πνευματικά αγαθά...
Συνώνυμο: μουνοπαγίδα
- Ωπ, νάτος και ο Χρήστος με την καινούρια του Ferrari... - Κοίτα πώς έχουνε κολλήσει όλα τα πιπινάκια... Πολύ γκομενοπαγίδα αυτό το αμάξι ρε πούστη μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Σχηματίζεται κατά το στα τσακίδια, του οποίου είναι και συνώνυμο.
- Ουφ, έφυγε επιτέλους αυτός ο ψωλοβρόντης! - Στα γαμήδια!
- Ρε άντε στα γαμήδια από δω!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα ποδανά (=ανάποδα): το μουνί. Αναφέρεται σε πρόσωπο, οπότε μπορεί να θεωρηθεί και αντωνυμία.
Πού είσαι ρε φίλε, τι έγινε; Κανά νιμού, παίζει;
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ψηλή γκόμενα με τα ανυψωμένα, καλλίγραμμα οπίσθια.
- Την είδες την καινούρια γυμνάστρια;
- Πωωω ρε φίλε, τι είναι αυτή;!
- Άλογο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified