Η φετέισον, το τυρί που μαζεύεται στο άπλυτο πέος ενός τυροβρωμίκουλα.
Η φετέισον, το τυρί που μαζεύεται στο άπλυτο πέος ενός τυροβρωμίκουλα.
Got a better definition? Add it!
Το συσσωρευμένο και, ενδεχομένως, πηγμένο σπέρμα που προκύπτει από εκτεταμένη ξηρασία, μακρά περίοδο αγαμίας.
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής μετά από τέτοιες περιόδους ξηρασίας (αν και όταν, με το καλό), καθώς κομμάτια μυτζήθρας είναι δυνατόν να προκαλέσουν τραυματισμούς καθώς εκτοξεύονται από το ανακουφισμένο πέος μαζί με τα υπόλοιπα φλόκια.
Συνίσταται η χρήση ειδικής καπότας από κέβλαρ.
- Κάνε κανά ψυχικό ρε Ματούλα! Κοντεύω να ανοίξω τυροκομείο από τη τόση μυτζήθρα που έχει μαζέψει το παπάρι μου!
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που τα... καταπίνει όλα!!!
Και «στεγνώνει» τον πούτσο τελείως!!!
Αυτή που «μαζεύει» τα χύσια... (Ρουφάει τα πάντα...).
- Τι έγινε ρε συ με την Λόλα τελικά; (που σημειωτέον τα κάνει... ΟΛΑ!!!!)
- Ασε ρε μαλάκα η ψωλοχυσομαζώστρα μιλάμε μου άδειασε τα αρχίδια ... τα ρούφηξε όλα... με πέθανε... Μου στράγγιξε το μεδούλι από την σπονδυλική στήλη... Τα 'παιξα!!! Την καριόλα!!! Δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοια πίπα...!!!
Got a better definition? Add it!
Η μπούτζα που προσφέρει μάσκα ομορφιάς.
Ιδέα Ιωνά.
Γκάτσμαν: Απ' όταν της έκανα μάσκα ομορφιάς, της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Κατά τη σεξουαλική πράξη, συνήθως πισωκολλητό. Η διείσδυση πραγματοποιείται εκεί που η γυναίκα δεν το περιμένει.
-Σιγά Βαγγέληηη ΠΟΝΑΕΙ...
-Συγγνώμη μωρό μου..συγγνώμη.. ηρέμησε...
.....
(ΑΣΤΡΑΠΟΠΟΥΤΣΑ)
-ΑΑΑΑΑΧ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Ψαγμένη» παρότρυνση.
Ακούστηκε στο «Εσπέρια», απο ενθουσιώδη τσοντοθεατή, την πάλαι ποτέ καλή εποχή!

Got a better definition? Add it!
Η αφλογιστία του πυροδοτικού μηχανισμού, τουντουφεκιού που λέγεται μπαργαλάτσος, είτε κατά τη συνουσία, είτε κατά τη χειροτεχνία, αποτελεί προϋπόθεση για την αφλοκιστία. Τι είναι αφλοκιστία; Αφλοκιστία (όπως λέει και το όνομά της) σημαίνει: ανυπαρξία εκροής φλοκώδους υγρού.
Το πρόβλημα της αφλοκιστίας, ανάγεται στο πρόβλημα της αφλογιστίας.
Αυτό, μπορεί να σχετίζεται με ανίατα οργανικά ή ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα, που ενδεχομένως να μπορούν να επιλυθούν μέσω της Ιατρικής, π.χ: μέσω Ασκητοθεραπείας.
Υπάρχουν όμως και προβλήματα, που σχετίζονται με τις περιστασιακές συνθήκες της ζωής του πεοφόρου. (π.χ: ο άντρας να είναι μπαγιάτικο μύδι από κάποια περιστασιακή κοπιαστική εργασία, να βιώνει ένα πρόβλημα που τον έχει αγχώσει, να είναι σε φάση ντεκαβλέ, κλπ).
Αν κάποιος τώρα, δεν προχωρήσει σε διαδικασία συντήρησης (δες εδώ, εδώ αλλά κι εδώ) και θέλει εδώ και τώρα, να επιτελεστεί το θαύμα της εγέρσεως του μπργαλάτσου του, από την αρχίδια νάρκη του, χρειάζεται βελτίωση του ηθικού του (κατανόηση, κλπ) και βελτίωση ανύψωσης του ανήθικου του (εδώ παίζουν οι ορθοπεϊκέςικανότητες της συντρόφου, το βυζογραφικό της και τα λοιπά σωματικά προσόντα της).
- Ημουν χθες κουρασμένος. Ηθελα νακουτουπώσω τη Σούζυ, αλλά πού...
Το ένδοξο άτι του Μεγαλέξανδρου, είχε γίνει μόριο λαγού.
- Και τι έγινε;
- O Φούφουτος (βλ. βραστοσχόλιο)δεν εκτελούσε τα παραγγέλματα. Είχε κάνει κατάχρηση γραψαρχιδίνης. Το πουλί δε λαλούσε με τίποτα. Είχε κατεβάσει ρολά. Άσ' τα... αφλοκιστίας το ανάγνωσμα. Δε λέω άλλα.
βλ. και ξεροχύνω
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.
Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.
Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.
- Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
- Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
- Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
- ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...
(Από εδώ)
«mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes
pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»
Βλέπε και γαμάω γαϊδάρα στον ανήφορο, γκαστρώνω γαϊδούρα στον ανήφορο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ύστερα από το λήμμα σύσκεψη της συντρόφισσας ironick, σλανγκίζεται για να σημάνει:
Επίσης, θα προσέθετα:
Ορισμένοι στοχασμοί στην αγάπη σας για να εξηγηθώ:
Ο οβολός παράγεται από την συγγενική αρχαία λέξη οβελός. Ο οβελός είναι η σιδερένια και επιμήκης ράβδος στην οποία περνιούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο. Δηλαδή ένα μεγάλο σουβλάκι. Εξ ου και ο ήρωας Οβελίξ, που είχε αδυναμία στους οβελούς. Οβολός ήταν αρχαίο νόμισμα, που ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής. Λεγόταν έτσι γιατί ήταν πράγματι οβελός, μεταλλική ράβδος. Ήταν ένα εξαιρετικά δύσχρηστο μαζοχιστικό νόμισμα για τους Αθηναίους. Και ήταν το 1/6 της δραχμής γιατί ακριβώς 6 οβολοί μπορούσαν να αδραχτούν από μία ανθρώπινη παλάμη.
Τελειώνει η κρεψινιά (με την καλή έννοια) και αρχίζει η σλανγκ. Η έκφραση «ρίχνω τον οβολό μου» σημαίνει κάνω την ελάχιστη καλή προσπάθεια που μπορώ να κάνω. Επειδή ο οβολός ήταν πολύ μικρό νόμισμα, σαν να λέμε «πενταροδεκάρα», ήταν το νόμισμα που πρόσφεραν ως φιλανθρωπία οι πρωκτικάντζες σφιχτοκώληδεςή οι φτωχομπινεδιάρηδες. Πλην όταν πρέπει να ενισχυθεί μια προσπάθεια πάση θυσία, λέμε «να ρίξει ο καθένας τον οβολό του», εννοώντας «να βάλουμε ο καθένας από ένα λιθαράκι». Στην χριστιανική κουλτούρα σημαίνει να βοηθήσουμε «από το υστέρημά μας».
Πλην ο οβολός/οβελός είναι πουτσόσχημος ως επιμήκης ράβδος κι έτσι η φράση μπορεί να σλανγκιστεί εύκολα για να δηλώσει το γαμήσι του ελέους, ήτοι ψυχικό, ήτοι εξυπηρέτηση, αγγλιστί mercy fuck. Ρίχνουμε δηλαδή τον οβολό, όχι για εμάς, αλλά για τη φουκαριάρα τη μάνα μας... Εξίσου σλανγκίσιμη είναι η πάγια φιλανθρωπική έκφραση «ρίξατε τον οβολό σας εντός του κυτίου». Γενικά, το «ρίχνω τον οβολό μου» σημαίνει μάλλον ένα φιλανθρωπικό γαμήσι, ή ένα ταπεινόφρον γαμήσι, που το κάνω ως ελάχιστη φιλότιμη προσπάθεια για να συμβάλω στην ικανοποίηση του ρητού γαμάτε γιατί χανόμαστε. Achtung, όμως, Σλάνγκοι. Η αρχική σημασία του οβολού είναι ο οβελός, οπότε η φράση μπορεί να παραπέμπει σε φαινόμενα, όπως το σουβλάκι.
Τέλος, η φράση παραπέμπει και στην ρίψη επιμήκους κουράδας στην λεκάνη του καμπινέ, ιδίως σε ορισμένες μορφές ευκοιλιότητας, πάλι με την ίδια ταπεινοφροσύνη για το επίτευγμά μας... Γενικά, για κουράδες που θυμίζουν γλυπτά της Εύας Χέσε.
Trivia: Συναφώς, ως «δραχμή» μπορεί να σλανγκιστεί το πολυφραπέ έξι «οβολών» από ταλαντούχο ανασεισίφαλλο. Όχι τίποτα άλλο, σκοπός του σάιτ είναι να διατηρούνται και εκφράσεις που τείνουν προς εξαφάνιση, όπως η δραχμή.
Μένιος: Πώς πήγε ρε Άρη με την Αφροξυλάνθη;
Άρης: Πώς να πάει; Απλώς έριξα τον οβολό μου για την επίλυση του δημογραφικού.
Μ.: Τι; Την γκάστρωσες κιόλας;
Ά.: Μπα, απλώς λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα...
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Η οικογένεια που δεν έχει ηθικούς φραγμούς και αιμομιξιάζεται ασυστόλως.
Μαρία: Κωστάκη, γαμάς καλύτερα από τον μπαμπά.
Κωστάκης: Nαι, μου το έχει πει και η μαμά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified