Εμπνευσμένο από το σχόλιο του σλανγκοχρήστη Χανκ στο λήμμα όποιος τη νύχτα περπατεί λάσπες και σκατά πατεί. Δηλώνει αντίθεση στο πρωκτικό σεξ, λόγω δυσάρεστων πιθανών συνεπειών.
Εμπνευσμένο από το σχόλιο του σλανγκοχρήστη Χανκ στο λήμμα όποιος τη νύχτα περπατεί λάσπες και σκατά πατεί. Δηλώνει αντίθεση στο πρωκτικό σεξ, λόγω δυσάρεστων πιθανών συνεπειών.
Got a better definition? Add it!
Αρρώστια που επιτρέπει την αυτόματη μαλακία στις μεγαλύτερες ηλικίες. Βλ. παράδειγμα (κατάλληλο μόνο για υπερήλικους).
70χρονη προς 70χρονο άντρα της: Μα καλά, δεν ντρέπεσαι να με απατήσεις με την κυρία Ευλαμπία, που είναι και δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα; Τι της βρήκες;
Κι αυτός: Έχει πάρκινσον!
Got a better definition? Add it!
Published
Τούνελ, όπως γνωρίζουν οι παροικούντες την Σλανγκουσαλήμ, είναι πρωκτός. Κατ' αυτήν την σλανγκική τροπή, η έκφραση «βλέπω φως στην άκρη του τούνελ» μεταλλάχθηκε σε «βλέπω/νιώθω σκατό στην άκρη του τούνελ», ως αντίθετο της πρώτης.
Ήτοι, «φως στην άκρη του τούνελ» σημαίνει είμαι στο ναδίρ της απελπισίας και ξαφνικά αχνοφαίνεται μια ελπίδα, ενώ «σκατό στην άκρη του τούνελ» σημαίνει είμαι στο ζενίθ της ηδονής (του πρωκτικού σεξ δηλονότι) και ξαφνικά αχνοφαίνεται η απελπισία.
Βλ. και κερνάω
Got a better definition? Add it!
«Πηχτή», ή «ζαλατίνα», ή «σιλαδιά»: Έδεσμα από ζωμό χοιρινού (βλέπε ιστό για συνταγή).
Το κάτι άλλο που κάνει να ζούμε τη ζωή και όχι απλώς να υπάρχουμε (δυναμωτικό + αφροδισιακό).
Επίσης λέγεται και το εκσπερματιζόμενον υγρό, λόγω χρώματος και υφής, ιδίως εάν έχει να εξέλθει μία ολόκληρη εβδομάδα.
Εμ, πως ήθελες να βγει μωρό μου, μια εβδομάδα με τα ρούχα σου, τι περίμενες, με το μαχαίρι το κόβεις.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πιθανή σχέση και με το Κατάκωλο... (γκμουχ)
- Καλό ψωλί η Νιόβη, ε;
- Πω πω δεν την μπορώ την βρωμιάρα... Ποτέ δεν φοράει βρακί κάτω από τη φούστα και, όπου και να βρεθεί, κάθεται κατάμουνα...
- ... και την είχα που λές κατάμουνα, και...
- Καλά, κόψε κάτι...
Got a better definition? Add it!
Βάζω δάχτυλα ή άλλα πράγματα στον κώλο μου.
Ρε φίλε, έχω βαρεθεί να παίζω το πουλί μου. Γάμησέ με να πούμε... πω πω... Τον τελευταίο καιρό παίζω τον κώλο μου και την έχω καταβρεί.
Got a better definition? Add it!
«Θα σου γίνει η ροδέλα κόσκινο» προέρχεται από την αργκό των κρατουμένων.
Είναι το αντίστοιχο του «αρραβώνας». Σημαίνει δηλαδή ότι, όταν πάει κάποιος στη φυλακή, κάνει πολλές γνωριμίες, που του προκαλούνε μέχρι και διάρρηξη του σφιγκτήρα της έδρας.
-Τι έγινε, θα πάει τελικά φυλακή ο Γιώργος;
-Ναι ρε. Βγήκε η απόφαση εχτές.
-Αμάν, την έχει άσχημα... θα του γίνει η ροδέλα κόσκινο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αργκό της φυλακής.
Δεν είναι ο συνηθισμένος αρραβώνας με βέρες, πεθερικά και φαγοπότι, αλλά ο παρά φύσιν, που συμβαίνει μεταξύ δύο ανδρών, όταν ο ένας σκύβει να πάρει το σαπούνι.
Όποιος συνάψει πολλούς τέτοιους αρραβώνες, του γίνεται η ροδέλα κόσκινο.
- Γιατί ρε συ έβγαλε ο Στράτος το τραγούδι ο «Σαλονικιός»;
- Γιατί όταν είχε μπει στη στενή, ήτανε εκεί και ο Σαλονικιός (διάσημο μούτρο του υποκόσμου). Θα τον γλίτωσε φαίνεται από κανέναν αρραβώνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.
Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.
Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.
- Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
- Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
- Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
- ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...
(Από εδώ)
«mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes
pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»
Βλέπε και γαμάω γαϊδάρα στον ανήφορο, γκαστρώνω γαϊδούρα στον ανήφορο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η αφλογιστία του πυροδοτικού μηχανισμού, τουντουφεκιού που λέγεται μπαργαλάτσος, είτε κατά τη συνουσία, είτε κατά τη χειροτεχνία, αποτελεί προϋπόθεση για την αφλοκιστία. Τι είναι αφλοκιστία; Αφλοκιστία (όπως λέει και το όνομά της) σημαίνει: ανυπαρξία εκροής φλοκώδους υγρού.
Το πρόβλημα της αφλοκιστίας, ανάγεται στο πρόβλημα της αφλογιστίας.
Αυτό, μπορεί να σχετίζεται με ανίατα οργανικά ή ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα, που ενδεχομένως να μπορούν να επιλυθούν μέσω της Ιατρικής, π.χ: μέσω Ασκητοθεραπείας.
Υπάρχουν όμως και προβλήματα, που σχετίζονται με τις περιστασιακές συνθήκες της ζωής του πεοφόρου. (π.χ: ο άντρας να είναι μπαγιάτικο μύδι από κάποια περιστασιακή κοπιαστική εργασία, να βιώνει ένα πρόβλημα που τον έχει αγχώσει, να είναι σε φάση ντεκαβλέ, κλπ).
Αν κάποιος τώρα, δεν προχωρήσει σε διαδικασία συντήρησης (δες εδώ, εδώ αλλά κι εδώ) και θέλει εδώ και τώρα, να επιτελεστεί το θαύμα της εγέρσεως του μπργαλάτσου του, από την αρχίδια νάρκη του, χρειάζεται βελτίωση του ηθικού του (κατανόηση, κλπ) και βελτίωση ανύψωσης του ανήθικου του (εδώ παίζουν οι ορθοπεϊκέςικανότητες της συντρόφου, το βυζογραφικό της και τα λοιπά σωματικά προσόντα της).
- Ημουν χθες κουρασμένος. Ηθελα νακουτουπώσω τη Σούζυ, αλλά πού...
Το ένδοξο άτι του Μεγαλέξανδρου, είχε γίνει μόριο λαγού.
- Και τι έγινε;
- O Φούφουτος (βλ. βραστοσχόλιο)δεν εκτελούσε τα παραγγέλματα. Είχε κάνει κατάχρηση γραψαρχιδίνης. Το πουλί δε λαλούσε με τίποτα. Είχε κατεβάσει ρολά. Άσ' τα... αφλοκιστίας το ανάγνωσμα. Δε λέω άλλα.
βλ. και ξεροχύνω
Got a better definition? Add it!