Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρώμικο, το χρώμα της βρωμιάς.
Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θα γινόντουσαν βρωμυλί.
Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρώμικο, το χρώμα της βρωμιάς.
Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θα γινόντουσαν βρωμυλί.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Επίστρωση βρώμας η λεγόμενη και ως «μπίχλα» (απλά είναι πεπαλαιωμένη μπίχλα). Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και για την κίτρινη βρώμα που συσσωρεύει το πέος εσωτερικά του επικεφάλιου δέρματος. Συνήθως το λέμε μετά το ρήμα «πιάνω».
-Έχω να κάνω μπάνιο 11 μέρες και εχω πιάσει μάκα...
Βλ. και σκόρτσα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η υπερβολική βρώμα, έντονη δυσοσμία.
Τι μπόχα είναι αυτή;
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρέως για να υποδηλώσει διαφωνία η ακόμη και απέχθεια με κάποια κατάσταση ή ενέργεια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ουρώ ενώ έχω στύση, συνήθως τις πρωϊνές ώρες και μέχρι τα 40 συνήθως το πολύ.
- Ο Μήτσουρας από μικρός έτρεχε στο μπάνιο για να ουρήσει πρωί πρωί και τελικά πάντα καυλουρούσε γιατί ήταν στα ντουζένια του, 16 χρονών παιδάκι.
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε το είδος εκείνου του μεθανιούχου αερίου το οποίο λόγω εντάσεως και ορμής έχει τη δυνατότητα να σκίσει το εσώρουχο του αεριζόμενου ατόμου.
- Γιαννάκη μου αύριο θα σου κάνω μαυρομάτικα φασόλια. Κανόνισε να μη φορέσεις το καλό σου το Calvin Klein. Θυμάσαι τι έγινε την Τρίτη που είχα ρεβύθια! Να το φυλάξεις για όταν θα πας να κοινωνήσεις!
- Ευτυχώς που μου το 'πες μάνα! Να μου φύγει καμιά σωβρακοξεσκίστρα και να το κλαίμε μετά... Αν και λέω να το βάλω πρώτα στο ραντεβού με την Τασία να κάνω εντύπωση!
Got a better definition? Add it!
Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουρά σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείς της ζωής του (λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης κ.ο.κ.)
Σαράντα άτομα στην ουρά... Μ'έπιασε πάλι μια ουραλπισία....
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Η πολλή βρώμα που έχει πιάσει στρώμα (μάκα) και μάλιστα έχει πετρώσει. Υπερθετικός της μπίχλας.
Σφουγγάρισε ρε και μια φορά εδώ μέσα! Σκουλαμέντρα έπιασε...
Got a better definition? Add it!
Χιουμοριστικό, φυσώ τη μύτη μου, χρησιμοποιείται αποστομωτικά για αυτούς που προσπαθούν να γελοιοποιήσουν το υποκείμενο της πράξης.
- Τι λέει ρε θα μας γεμίσεις μύξες;
- Άσε ρε φίλε, τώρα μυξάρω κάνε δουλειά σου.
Got a better definition? Add it!
Η πράξη του να κατουράς και να χέζεις την ίδια στιγμή. Το καταφέρνουν μόνο οι μη δυσκοίλιες γυναίκες.
- Γρήγορα βγήκες από την τουαλέτα.
- Σκατούρημα ήταν.
βλ. και κουραδοκατουρλιό
Got a better definition? Add it!