... όπου εδώ, χμ, δεν είναι η γενική πληθυντικού της λέξης ποτό, είναι ένα θαρραλέο γλωσσικό άλμα κατά το οποίο κλίνεται το αδιαμφισβήτητα άκλιτο ως επίρρημα ποτέ. Αυτό γίνεται για να τονιστεί όσο δεν πάει άλλο το απίθανο και το αδύνατο της υπόθεσης για την οποία μιλάμε. Πρόκειται λοιπόν για κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ μα ποτέ, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποθέτω μπορεί να μεταφραστεί και στα αγγλικά ως never of the drinks.

- Xα! τώρα με την οικονομική κρίση θα χορέψει καλά ο Κ.
- Τελέρε, αυτός;! Μη χαίρεσαι! Δεν υπάρχει περίπτωση! Που κραχ να γίνει, αυτός δεν θα μείνει στον δρόμο ποτέ των ποτών, είσαι καλά;

Δες και στο τσακ του τσακός, ποτέ μην πεις ποτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, εγγυημένα, κάτι παραπάνω από σίγουρα (με τη μορφή επιρρήματος ή επίθετου).

Παλαιός ορισμός της χαρτοπαικτικής διαλέκτου που χρησιμοποιείτο αντί του ελληνικού « αβλεπί », προερχόμενο δε απ' το Γαλλικό «sans voir» (=χωρίς να δω).

Στην ορίτζιναλ εκδοχή του, αφορά το πρώτο ποντάρισμα στα παιχνίδια της πόκας, πριν δουν τα φύλλα τους οι παίκτες, αλλά και σαν ψαρωτικό αντίδοτο σε υψηλό ποντάρισμα ενός παίκτη, πριν ανοίξει ο ντίλερ το τελευταίο φύλλο στο ντεκ. Ήταν πιο συνηθισμένο, σαν έκφραση, στα κυριλέ τραπέζια της υψηλής κοινωνίας (και καλά), με την απαιτούμενη αξάν, σιρμάν (sûrement = βεβαίως). Απευθείας εισαγωγή απ' τα καζινό του Μονακό στο δικό μας Mont Parnasse (σε λίγο θα εμφανιστεί κι ο Κωσταντάρας με την Κοντού, καρφώθηκα!).

Αργότερα μεταπήδησε στο χρηματιστήριο για «προοπτικές» και πάρε - δώσε μετοχών. Είναι συνηθέστερο δε σαν απάντηση διαβεβαίωσης, για περιπτώσεις που απαιτείται μια (στοιχειώδης έστω) πρόβλεψη-πρόγνωση.

Συνώνυμα: αβλεπί, γκαραντί, στάνταρ.

  1. - Τέτοια παιχτούρα και να χαραμίζεται στο πρωτάθλημα της ψωρογιώργαινας;
    - Από του χρόνου τον βλέπω σε καμιά πριμέρα και βάλε.
    - Σάνβουαρ!

  2. - Μάστορα, μου τσιμπάει λαδάκια, βγάζει μπλε καπνό απ' την εξάτμιση κι ανεβάζει θερμοκρασίες.. Πάμε για φλάντζα;
    - Σάνβουαρ! Μη σου πω και ρεκτιφιέ...

(από granazis, 27/04/10)(από granazis, 27/04/10)Στο 7:00. (από patsis, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελεία και παύλα σε θέματα καύλας, είτε της λίμπιντο καθ' εαυτήν, είτε των ποικίλων μετουσιώσεων και εξιδανικεύσεών της, λ.χ. ποδόσφαιρο, αθλητισμός, τέχνη, δημοσιότητα, σπουδαίες προσωπικότητες κ.ο.κ.

Επίσης, λέγεται τραγουδιστά με ρίμα:

Τελεία και παύλα,
[...] είσαι καύλα!

Συχνά για ομάδες λ.χ. Θρύλε, ΠΑΟ, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ κ.ο.κ.

Η Λίλιαν είναι το απόλυτο θεόμουνο, τελεία και καύλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γαμάτος σε κάτι, το παίζω επιδέξια στα δάχτυλα μου, έχω το μότζο μου τούμπανο, όλοι οι άλλοι τρώνε τη σκόνη μου.

1.
- Το 'χει ακόμα ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Τα χρόνια πέρασαν, τα μαλλιά άσπρισαν, πλέον δεν φοράει φόρμα αλλά κοστούμι. Παρόλα αυτά ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δεν ξέχασε το μπάσκετ που ήξερε.

2.
- Δεν το χει με την τεχνολογία ο Βενιζέλος. Ένα καθημερινό... μποτιλιάρισμα βιώνουν στη ροή τους στο Twitter όσοι ακολουθούν τον λογαριασμό του Ευάγγελου Βενιζέλου και αυτόν του ΠΑΣΟΚ.

3.
H Ελένη Φουρέιρα «το ‘χει» με το twerking

4.
Το παιδί σας δεν «το χει» με το διάβασμα;; - Αυτά είναι τα μυστικά να το κάνετε να διαβάζει για το σχολείο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified