Στριφτό τσιγάρο καπνού-κάνναβης ή σκέτης κάνναβης με ένα (μονό) τσιγαρόχαρτο. Η διαφορά του από το μονόφυλλο έγκειται στο ότι υπονοεί και χρησιμοποιείται από συστηματικό μπαφιάρη ο οποίος έχει αντικαταστήσει το κανονικό τσιγάρο με φουντωτό.

Υποκοριστικό: μονετάκι.

- Έλα πάμε ρε να φύγουμε, μας περιμένουν ήδη οι άλλοι στο δρόμο!
- Κάατσε μια να βρω το μονετάκι μου και φύγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ διαδεδομένη μονοετή πόα με αρωματικά άνθη Datura.

Ονομάζεται και -Βοτάνι του Διαβόλου- και πέρα από κοινό αγριόχορτο είναι και πολύ ισχυρό και πολύ επικίνδυνο ναρκωτικό ή πιο σωστά δηλητήριο. Σύμφωνα με το Νίκο Πλατή σχεδόν πάντα κάνει βρώμικο "φτιάξιμο" και αφόρητο πονοκέφαλο. Δεν υπάρχει πιο οδυνηρή κι εξευτελιστική εμπειρία. Μια πραγματική ζωντανή φρίκη. Καθηλωμένος επί 7-8 ώρες ατέρμονες ώρες στους πιο μαύρους εφιάλτες σου, ανίκανος ακόμα και να σαλέψεις ή ν' αναπνεύσεις. Ίδια εφέ προκαλεί και η καλλωπιστική αδελφή της, η εξίσου δηλητηριώδεις Brugmansia (μπρουγκμάνσια). Οι πηγές που αναφέρουν ποια τμήματα του φυτού είναι "βρώσιμα" και ποια όχι είναι αντιφατικές.

Όποιος/όποια είναι αρκετά ξεροκέφαλος και τελικά έχει σκοπό να δοκιμάσει τη ντατούρα να λάβει υπόψη του πως το "τριπάρισμα" της διαρκεί μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο της δόσης, είτε το μετανιώσει είτε όχι, δεν υπάρχει τρόπος να το διακόψει. Αρχικά θα του κάνει τη γλώσσα τσαρούχι, λίγο μετά θα αρχίσουν τα όργανα και θα παίζουν για 8 συνεχόμενες ώρες, ίσως και να πεθάνει.

Μείνετε μακριά από τη ντατούρα.

περισσότερα εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιάγκρα του δάσους, όπως λέγεται. Το εξωτικό δέντρο bwa-bande που έχει αφροδισιακές ιδιότητες.

Υπάρχει και ομώνυμο συγκρότημα.

Το δέντρο λέγεται και zabuco, πιθανόν να σχετίζεται, λέω εγώ, με τη Σαμπούκα.

Θυμήθηκα το αντιλλέζικο καβλόξυλο (bwa-bande), που βγαίνει απ’ το ομώνυμο καβλόδεντρο και το βουτάνε στο ρούμι, με προφανείς προσδοκίες.

από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πευκοβελόνα, στην σλανγκική των τακτικών επισκεπτών του Ο.ΚΑ.ΝΑ., είναι η βελόνα της σύριγγας με την οποία γίνεται η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών ουσιών, πράξη γνωστή ως σουτάρισμα. Η λέξη προέρχεται από το φύλο του Πεύκου το οποίο έχει τη μορφή βελόνας.

Πευκοβελόνες βρίσκουμε άφθονες σε πάρκα (pun intended).

Μερσί στον knasso :-)

- Κοίτα 'κει ρε μαλάκα! Ο τύπος βγάζει αβέρτα την πευκοβελόνα μπροστά στον κόσμο!
- ... Γάμησε τα, κατάντια φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.

-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.

-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified