Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, όστις ή ήτις κωλογαμιέται.

- Παρτουζα με Τραβεστι! .. μονο που θελει προσοχη συναδελφε γιατι η Σαμπρινα δεν αστειευεται!!!!! κι αν δε προσέχεις μπορει και να βρεθεις κωλογαμημενος χωρις να το περιμενεις! (εδώ)

Κατ' επέκτασιν, άκρως προσβλητικό μπινελίκι περιφρόνησης προς αθρώπες...

- Οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταγγέλλουν ότι βουλευτές της Χρυσής Αυγής στράφηκαν απειλητικά εναντίον τους και ότι χρησιμοποίησαν σε βάρος τους ύβρεις – βγήκαν από την κεντρική πόρτα και όχι από την δική τους φωνάζοντας: Κωλογαμημένοι, μουνόσκυλα, πουτανάκια, γαμιούνται οι μάνες σας! (εδώ)

...αλλά και προς άκρως γαμημένα αντικείμενα, ιδέες, τοποθεσίες, διαδικασίες, και ταλιμπάν:

- με λίγη καλή διάθεση και προπονημένο μουσικό ένστικτο πήγαινες στο δισκοπώλη της γειτονιάς σου και του ακούμπαγες τα 5.900 δρχ που ζητούσε για ένα κωλογαμημένο σι ντί. (εδώ)

- Πάνω σε ένα κωλογαμημένο brainstorming στη δουλειά.. θυμήθηκα το Happiness Project (εκεί)

- Άν θέλετε να πληρώσετε να πάτε σε γυράδικο!!!Να ξέρει ο κόσμος ποιός ενδοιαφέρεται για δωρεάν σίτιση μέσα σε αυτό το κωλογαμημένο πανεπιστήμιο που τόσα λεφτά δίνονται για σίτιση και τελικά τα μίσα και αν πάνε εκεί!!! (παραπέρα)

- πραγματικά κωλογαμημένο σύστημα εκπαίδευσης.. δηλαδή τι θέλουν; να βγάλουν τα μισά παιδιά το σχολείο... (παραδίπλα)

Γαλλιστί: enculé, enculée.

Βλ. επίσης: ξένα κωλογαμήσια, δικά μας κωλοντέρτια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified