Ο νυσταγμένος. Μεταφορικά, ο βλάκας.
Ξενύχτησε εχτές γι' αυτό είναι ούργιος.
Ο νυσταγμένος. Μεταφορικά, ο βλάκας.
Ξενύχτησε εχτές γι' αυτό είναι ούργιος.
Got a better definition? Add it!
Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.
Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.
- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που έχει φτάσει στο υπέρτατο στάδιο εξαθλίωσης, που έχει κατέβει όλα τα σκαλιά της παρακμής, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.
Η λέξη σημαίνει επίσης κουρέλι.
Άσε τον πέτυχα στο δρόμο, σκέτο παρτάλι είναι ο τύπος...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γρόθος είναι κάτι περισσότερο απ' τον μαλάκα, είναι ο παράξενος που είναι και μαλάκας δηλαδή, καταλαβαίνετε...
Ρε αυτός είναι μεγάλος γρόθος!
Got a better definition? Add it!
Στα βορειοελλαδίτικα, ο Αθηναίος. Προέρχεται από το χάμω δηλαδή κάτω.
-Μεθαύριο θα κατέβω Αθήνα.
-Πού μωρέ, στους χαμουτζήδες;
Got a better definition? Add it!
Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.
Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).
...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;
...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που απαντάται κυρίως στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης για τον ολοστρόγγυλο, πεταχτό, σφιχτό γυναικείο κώλο.
- Μαλάκα 3 η ώρα! Τώρα! Τώρα!
- Πώπο μαλάκα φουσεκάκιτο μωροοοοοο!!!!
Got a better definition? Add it!
Άχρηστος άγιος που δεν υπάρχει. Στη Θεσσαλονίκη πιστεύεται ότι καλύτερα να μην υπάρχει για το δικό του το καλό καθώς θεωρείται τσιράκι του Κόκκαλη και ερυθρόλευκος ιπτάμενος καραγκιόζης, και αν τον πετύχει κανείς θα του σπάσει το έλκηθρο γιατί έχει αθηναϊκές πινακίδες. Επιπλέον, η Θεσσαλονίκη έχει και Άι Δημήτρη που είναι και δικό μας παιδί, που είναι και ΠΑΟΚ.
-Ερυθρόλευκε άι Βασίλη, να πας στην Πάρνηθα με τους Αθηναίους τα πλουσιόπαιδα, που είναι το πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ. Τσιράκι του Κόκκαλη είσαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Καρντάσης» και «καρντασάκι»:αδελφός, αδελφάκι απ' το τούρκικο kardash.
Χρησιμοποιείται στη Μακεδονία μεταξύ φίλων.
Δες και θεσσαλονικιώτικα.
Got a better definition? Add it!