Αρκαδικής και δη τριπολιτσιώτικης προέλευσης. Ο χαζός.
Τι μας λες ρε μπανταβέ...
Αρκαδικής και δη τριπολιτσιώτικης προέλευσης. Ο χαζός.
Τι μας λες ρε μπανταβέ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χαβαλές. Λέξη ευρέως διαδεδομένη στα σχολεία του νομού Ηλείας.
- Την ώρα της μουσικής γίνεται πολλή αρβάλα μέσα στην τάξη!
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τη λέξη αρουραίος, δηλ. ποντικός. Υποδηλώνει αναφορά σε τυπάκι - αλάνι - κάτοικο Ζαρουχλέικων Πατρών.
- Κοίτα, κοίτα το αρούρι ρε! Α ρε μινάρες ποντικοί...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η Μεσσήνη (πόλη του νομού Μεσσηνίας, Πελοποννήσου).
Αναφέρεται έτσι, κυρίως από τους ντόπιους και δη τους Καλαματιανούς. Η λέξη πιθανώς προκύπτει από το βούρκος + βουκόλος, επειδή παλαιότερα η πόλη είχε πολλά νερά (βούρκους) καθώς και κτηνοτροφικές μονάδες.
Βουρκόλοι, αναφέρονται και οι οπαδοί του Μεσσηνιακού, από αυτούς της Καλαμάτας -της πιο γνωστής ομάδος του νομού (υποτιμητικό σχόλιο, φυσικά).
- Θα πέσετε ρε, και τότε θα σας πετύχουμε και θα σας ρίξουμε 3 μπαλάκια για προθέρμανση, μόνο! (προς οπαδό της Καλαμάτας aka Μαύρη Θύελλα) - Αντ' από 'δω χάμω ρε Βουρκόλε.... Ανέβα κατηγορία και μετά έλα να μου μιλήσεις.
- Μαλάκα, έσκασε στο ΤΕΙ ένα πιπίνι, έμαθα είναι από τη Βουρκολία!
- Άντε ρε, καλή φάση...
Got a better definition? Add it!
Αυνανίζομαι, βαράω μαλακία, στην Πατρινή διάλεκτο (βλ. μινάρας)
Ρε, σταματήστε να μιναρίζετε και πάμε κάπου.
Got a better definition? Add it!
Ο Πατρινός γενικότερα, λίγο υποτιμητικά, αλλά χωρίς να υποδηλώνει την έννοια του μαλάκα (που είναι η σημασία του μινάρας).
- Πού πας το ΣΚ;
- Στην Πάτρα, να δω τους Μινάρες.
Got a better definition? Add it!
Το εδωχάμου είναι το εδώ. Στην Καλαμάτα το λένε συχνά, όπως και το εφτού ή εφτουχάμου, δηλ. εκεί.
Αντί να πεις «τι μας λες τώρα;», λες «τι είναι αυτά που λες εδωχάμου;».
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτικός (καλαματιανός) τρόπος να αποκαλέσει κανείς την πολύ όμορφη γυναίκα μικρής σχετικά ηλικίας. Συνώνυμες λέξεις: γκομενάκι, πατουράκι, τσουλάκι.
-Πολλά τζα το μαγαζί ρε φίλε ε;
-Τσι πουτάνας γίνεται. Για πολύ γκότζα κολίτζα.
Got a better definition? Add it!
Μαντράνι: (mandrine): Λέξη αγνώστου προελεύσεως. Πρωτοεμφανίστηκε σε ένα χωριό της Μεσσηνίας (Χανδρινός). Υποδηλώνει άστατο χαρακτήρα. Συνώνυμες λέξεις: αλάνι, τσογλάνι, μαλάκας (μεταφ.)
-Χτες πάλι ήταν μπλεγμένος σε μια παρτούζα ο Γιώργος. -Ρε το μαντράνι, πώς τα καταφέρνει;
Got a better definition? Add it!