Further tags

Ο χέστης, ο επιδειξίας ο οποίος όταν δει τα σκούρα την κάνει με ελαφρά.

- Μου 'κανε ζοριλίκια χθες ένας κουραδοκεφτές και μόλις πήγα να τον ξαπλώσω, το έβαλε στα πόδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος, το μαμμόθρεφτο.

Άντε ρε μαλακομπούκωμα από 'δώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ίδιο με τα «αρχίδια». Χρησιμοποιείται σαν συντομογραφία.

-Ναι... σιγά μην φτάσουμε στην ώρα μας με τόση κίνηση... μύδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όχι απλώς ηλίθιος, αλλά ο ανακηρυγμένος σε αρχηγό των ηλιθίων λόγω υπερβολικής ηλιθιότητας.

-Ο Τάκης είναι ηλιθιος...
-Όχι απλώς ηλίθιος, ΑΡΧΙΗΛΙΘΙΟΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χάχας, ο γελοίος τύπος που χαζογελάει συνέχεια χωρίς ουσιαστικό λόγο.

-Τι κάνεις παρέα με αυτόν τον χαχαυλία ρε μαλά, είναι για σφαλιάρες το παλικάρι, ήμαρτον δηλαδή.
-Ε ρε μαλά, η δικιά του είναι φίλη με τη δικιά μου και καταλαβαίνεις...

βλ. και ... αυγά σου καθαρίζουν και γελάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαγκά και γκάου μαζί, αυτός που έχει κάψει φλάντζα.

-Τόσο γκαούγκαγκας είσαι ρε; Καμακώνεις αυτήν την τύπισσα; Αυτή την πηδάει ο Κώστας. Μαλάκα, θα σε πλακώσει στα μπουνίδια έτσι και σε πιάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαούγκαγκας, βλακόμετρο, γκάου-μπίου.

- Κοίτα ρε τον τυπά εκεί στη γέφυρα. Πάει να κάνει μπάντζι-τζάμπινγκ χωρίς σκοινί.
- Μιλάμε αυτός έχει κάψει φλάτζα. Θα γκρεμοτσακιστεί και μετά θα του κάνουνε τα εννιάμερα. Αιωνία η μνήμη!

Βλ. και καίω φλάντζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ινοβατίφ γηπεδική έκφραση, που σημαίνει το γνωστό: «Γαμώ την οικογένειά σου», «το σόι σου», «το ντι-εν-έι σου», «το μουνί της οικογένειάς σου!» κ.τ.λ.

Αναφέρεται στο οικογενειακό βιβλιάριο ασφαλίσεως υγείας.

- Πέναλτυ!
- Πέτσινο δίνει ο πουλημένος στο 90, γαμώ το οικογενειακό του βιβλιάριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση για το φωτομοντέλο, το μανεκέν. Πάνω του κρεμάς τα προς επίδειξη ρούχα. Είναι υποχρεωμένο να ντυθεί όπως θέλει ο μόδιστρος, να βαφτεί όπως θέλει ο φωτογράφος. Όπως έχει πει μια διάσημη κρεμάστρα, είτε είσαι αρχάρια είτε είσαι η Σίντυ Κρώφορντ, δεν σε παίρνει να έχεις αντιρρήσεις αισθητικής φύσεως. Μόνη σου υποχρέωση να επιδεικνύεις τα ρούχα και την έμπνευση του δημιουργού.

Αντίστοιχη υποτιμητική λέξη για άλλο γυναικείο ρόλο: γλάστρα.

Έγινε κοσμικός ναούμ' ο γιος της κυρα-Στέλλας, κατάλαβες, ο καρπαζοεισπράκτορας της παρέας, και πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις είναι στα κλαμπάκια παρέα με κρεμάστρες.

Got a better definition? Add it!

Published

Φοβερή εξελληνισμένη σύντηξη-συνήχηση της γνωστής αμερικάνικης λαϊκής ύβρεως «motherfucker», ενώ συγχρόνως συμπεριλαμβάνεται γραφικότατα ο ελληνοπρεπέστατος και διεθνούς εμβέλειας όρος-χαρακτηρισμός «μαλάκας».

Η έκφραση «πατάει» σε διαφορετικό εννοιολογικό επίπεδο, ανάλογα με την μητρική γλώσσα εκείνου στον οποίον απευθύνεται.

- Καλά ρε συ, μ' αυτά που λες και κάνεις, είσαι ή δεν είσαι μαλαφάκας!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified