Further tags

Επιτιμητικά προς υπερφίαλους εκπροσώπους του Γερμανικού φύλου.

Saki : Friedrich !!

Friedrich : ja was ist los Saki ?

Saki : κλαν μαι πουτς ρε αρχιδομαλάκα Friedrich!

Δες και φρίτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όχι απλώς ηλίθιος, αλλά ο ανακηρυγμένος σε αρχηγό των ηλιθίων λόγω υπερβολικής ηλιθιότητας.

-Ο Τάκης είναι ηλιθιος...
-Όχι απλώς ηλίθιος, ΑΡΧΙΗΛΙΘΙΟΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ό,τι και το βλάκας, αλλά με έντονο το στοιχείο της υποτίμησης.

Τι μας τα πρήζει μωρέ ο βλακάκος με τις ιστορίες του; Αυτός δεν ξέρει τι του γίνεται, το παίζει και εμπειρία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του καραπουτσακλάρα. Δίνει περαιτέρω έμφαση από το στην πούτσα μου και καθιερώθηκε μετά το γνωστό ξέσπασμα Μαλεζάνι μετά από έναν αγώνα ΠΑΟ-Ηρακλή και το σκετσάκι με το οποίο ο Μητσικώστας σατίρισε το γεγονός.

-Καλά μαλάκα, άμα ξαναδείς χάρη από μένα...
-Στην καρακατσοκλάρα μου! Ανάγκη σε είχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

*=star
x=χι
/=διά
m=μου
Άρα σταρ-χί-δια-μου=
Στ' αρχίδια μου!

- Πόσο λες να βγάλεις;
- *x/m! Να περάσω μου φτάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.

- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός ύβρεως με το όνομα Αντρέας, αλλά και γενικά ο μαλάκας με έμφαση.

συνώνυμο: μαλακαντώνης.

Ήρθε ο μαλακαντρέας και μου είπε ότι του χρωστάω αυτά που του έχω πληρώσει εδώ κι έναν μήνα!

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, καθίκαντρεας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του κάγκουρα -βλέπε λήμμα- που παρεπιδημεί στην Κρήτη. Χαρακτηριστικά:οδηγεί μηχανάκι, συνήθως παπί βελτιωμένο (κωλοφτιαγμένο) χωρίς εξάτμιση -ή με πυροσωλήνα-, χωρίς καθρέφτες και κράνος. Έχει λάστιχα πολύ μικρά στον πίσω τροχό για να τρέχει πιο γρήγορα, νικελωμένο πλαίσιο και δισκόφρενα μπρος-πίσω. Έχει προσβλητική / υποτιμητική σημασία, ιδίως στη φράση «φύγετ' από δω κωλόσβουροι!»
Ηλικία: από 12 έως 20 max

Στάση οδήγησης: σε παπί, με το δεξί μόνο, το αριστερό χέρι παράλληλα, κολλημένο στο σώμα.

Τρόπος οδήγησης: πάντα μαζί με άλλα τρία τέσσερα μηχανάκια, κάνουν σφήνες, σούζες, κόντρες μεταξύ τους και με οτιδήποτε άλλο όχημα είναι εκείνη τη στιγμή στο δρόμο, δεν σταματούν για κανέναν λόγο (πχ. πεζός, γέρος κλπ), προσπερνούν από δεξιά, «γράφουν» στην άσφαλτο με φρεναρίσματα.

Σκοπός ύπαρξης: κανένας συγκεκριμένος, να κάνουν φασαρία με γκαζιές και εξατμίσεις, κατά προτίμηση βραδινές ώρες και μέσα σε στενούς δρόμους, και να ενοχλήσουν τους μεγαλύτερους.
Είναι εύθικτοι στις παρατηρήσεις και βάζουν καυγά αν είναι σε αναλογία 5 σβούροι προς 1 και πάνω.

υποκοριστικό: σβουράκι, το, σβουράκια, τα
συνώνυμο: κωλόσβουρος
η κοπέλα τους, που κάθεται πολλές φορές πίσω στη σέλλα: σβουρογκόμενα

- Σε αυτό το μαγαζί δε λέει να κάτσει κανείς έξω γιατί περνάνε συνέχεια κωλόσβουροι και κάνουν φασαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Yβριστικό): ο πολύ άσχημος άντρας.

- Τι κοιτάς ρε ψωλομούρη;!

dick face (από MXΣ, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή είναι δικής μου επινόησης, περιγράφω κυρίως έτσι τους ανθρώπους που σε διαφορετική περίπτωση θα αποκαλούσα αρχίδια, έχει την έννοια του αρχιδιού (σαν προσβλητικό ουσιαστικό), αλλά το χρησιμοποιώ πιο πολύ για πλάκα.

- Πω ρε μαλάκα, τι αρχιδάμπουρας αυτός ο Μήτσος.
- Πράγματι ρε μαλάκα, μου έφαγε την γκόμενα και με έσπασε και στο ξύλο, τι αρχιδάμπουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified