Further tags

  1. Αυτός που κοιτάει πολλές, αλλά δεν παίρνει τελικά καμία. Χρησιμοποιείται κυρίως για ειρωνεία.

  2. Με κυριολεκτική σημασία είναι αυτός που πηγαίνει με πουτάνες ή πάει σε μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα.

  1. - Ωχ μαλάκα, κοίτα αυτή την γκόμενα ρε. - Άντε, όρμα!!! - Μπα... Βαριέμαι! - Α ρε πουτανιάρη...

  2. - Μαλάκα, ο Γιώργος πάει συνέχεια σε μπουρδέλα. - Α, τον πουτανιάρη!

Βλέπε και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.

- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Αρειανοί. Δίοικηση, παίκτες, οπαδοί και οποιοσδήποτε έχει ή είχε ποτέ σχέση με τον Άρη Θεσσαλονίκης. Τον χαρακτηρισμό έδωσαν αρχικά οι Παοκτσήδες, αλλά έχουν πλέον υιοθετήσει και οπαδοί άλλων ομάδων.

Συνώνυμα (σχεδόν): βρωμοσκούληκα, κάμπιες.

  1. Παοκτσήδικο σύνθημα, γενικής εφαρμογής.

Σκουλήκια βρωμερά
που ζείτε μεσ' στο χώμα
τη πούτσα μας θα πάρετε
μία φορά ακόμα

  1. Επίσης Παοκτσήδικο, αναφέρεται ειδικά σε μια υπόθεση όπου η απώλεια των δελτίων των ποδοσφαιριστών του Άρη οδήγησε σε μηδενισμό και υποβιβασμό.

Δεν ξέρετε πού είναι τα δελτία
πουτάνας γιοι, σκουλήκια αρειανοί
θα πάτε για καλύτερη πορεία
εκεί στη Βήτα Εθνική

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από χιλιάδες εκφράσεις του γενικού τύπου γαμώ + άρθρο + ουσιαστικό + (προαιρετικά) άρθρο + (προαιρετικά) ουσιαστικό ή επίθετο, δείγμα της αστείρευτης ευρηματικότητας του λαού αυτού. Ποια ήταν η Νανά και πού ακριβώς χόρευε δεν έχει εξακριβωθεί, αλλά είναι σε μία μεγάλη παρέα μαζί με το Χριστόφορο τον πούστη, τα υπουργεία τους, τον μπελά σου, το στανιό μου, το φελέκι μου, την αγία πολυτέλεια, την περεστρόικα μου μέσα, το καντήλι μου, την ατυχία μου και διάφορα άλλα τέτοια.

- Όχχχχι ρε γαμώ τη Νανά τη χορεύτρια. Με σταμάτησε ο μπάτσος. Την κάτσαμε τη βάρκα.

Η Νανά η χορεύτρια, απαθανατισμένη απ\' τον Edouard Manet (από Hank, 15/01/09)

Βλ. και γαμώ + αντικείμενο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τα παίρνει εύκολα και ωσεκτουτού κάνει τη μία μαλακία πίσω από την άλλη. Χρησιμοποιείται είτε μόνο του στην ονομαστική, είτε με το όνομα Παρασκευάς στην κλητική. Περιέργως δεν απαντάται σε άλλες πτώσεις ή με άλλα ονόματα. Παρά ταύτα (και ευτυχώς) η χρήση του δεν περιορίζεται μόνο στους ατυχείς συνανθρώπους μας που φέρουν το συγκεκριμένο όνομα.

  1. Δεν σού 'πα εγώ ότι ο Ρούλης είναι ντιπ τάγκαλος; Φά'τα τώρα που πίστεψες ότι θα κλείσει αυτός εισιτήρια για τους Stones. Κάτσε τώρα σπίτι μαλάκα.

  2. - Καλά ρε τάγκαλε Παρασκευά, πόσες φορές στά 'πα και μού 'πες ότι κατάλαβες;
    - Εεεε...
    - Εξ' και ξερός κι εκείνος που στο μάθαινε, ρε παπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «μεγάλωσε-και-μυαλό-δεν-έβαλε». Ανεπρόκοπος, ανάξιος και αναγάπητος, ένας τύπος μεγάλος το δέμας - μικρός το μυαλό, που ασχολείται με θέματα που δεν αρμόζουν στην ηλικία του. Παιδί ν' ανοίξεις σπίτι.

- Καλά ρε μαντράχαλε, δε σού 'κοψε ότι αν ανέβεις στο ποδηλατάκι του παιδιού θα το σπάσεις, 100 κιλά μαλάκας; Και είναι και Κυριακή και είναι κλειστό το JUMBO και θα κλαίει όλη μέρα, γαμώ την καταδίκη μου μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πούστης, αλλά στο πιο αλούμπαρδο (βλ. αλούμπαρδος). Επειδή υπάρχει μια ηχητική ομοιότητα με το ασκέρι, που παραπέμπει στην ηρωική επανάσταση του '21, στους λεβέντες τσολιάδες μας και γενικά σε μια εικόνα μακριά από την ομοφυλοφιλία, η λέξη έχει μια ξεχωριστή γοητεία. [citation needed]

Τράβα μίλα τής γκόμενας που σε κοζάρει τόση ώρα, ρε παλιοπουστέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος απολίτιστος και άξεστος, μέχρις ηλιθιότητος.

Ενδιαφέρον έχουν οι καταβολές της λέξης οι οποίες είναι, από χέρι, ρατσιστικές. Κάφρους (kaffirs) αποκαλούσαν οι λευκοί τους μαύρους της Νότιας Αφρικής για να δείξουν ότι πρόκειται για υποδεέστερη φυλή - η χρήση της λέξης ήταν η ίδια με τη χρήση του nigger στον Αμερικάνικό Νότο. Αλλά, πιο παλιά ακόμη η λέξη (kafir) είναι Αραβική και σημαίνει «άπιστος» - δηλαδή όπως οι Αρχαίοι έλεγαν «πας μη Έλλην βάρβαρος» οι Άραβες έλεγαν «όποιος δεν είναι μουσουλμάνος είναι κάφρος». Εδώ βρίσκεται και η ρίζα της τουρκογενούς λέξης «γκιαούρης» -> gavur -> kafur -> kafir.

Δεδομένων αυτών των καταβολών έχει όσο νά 'ναι πλάκα ότι η λέξη στην Ελλάδα έχει υιοθετηθεί σ' ένα άνετο από την λεγόμενη προοδευτική παράταξη η οποία, αν ήξερε τι έλεγε, ασφαλώς και θα απέφευγε τη σύνδεση με το απαρτχάιντ και τον Ισλαμικό φονταμενταλισμό.

Είμαστε κάφροι, γκάγκαροι, ακούλτουροι και σε λίγο θα γίνουμε και γύφτοι, γιατί δε θα έχουμε πια πού να πάμε. Οι ίδιοι κάφροι που πετάνε από το αυτοκίνητο τα σκουπίδια, που βρομίζουν και στήνουν τις πλαστικές καρέκλες τους στην παραλία, αυτοί είναι που βάζουν τις φωτιές, πρόκειται ακριβώς για την ίδια εγωκεντρική σκυλάδικη αδιαφορία.

(Το παράδειγμα είναι αυτολεξεί από εναλλακτικό blog).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό τέρας με κορμί γυναίκας από τη μέση και πάνω και ερπετού από τη μέση και κάτω.

Η Λάμια, μητέρα της Σκύλλας, έτρωγε παιδιά και έπινε το αίμα των ανδρών, κάτι σαν θηλυκό βαμπίρ ένα πράμα. Εικάζεται δε ότι οι σεξουαλικές της ορέξεις ήταν κομματάκι ρισκέ για την εποχή, μιλάμε τώρα και κάτι χιλιάδες χρόνια πίσω, μη βλέπεις τώρα...

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την άσχημη πλην όμως σεξουαλικά αχόρταγη γυναίκα, το οποίο ως συνδυασμός σκοτώνει. Συντάσσεται συνήθως με το "ουστ" ή με το "μωρή".

Προσοχή: να μη συγχέεται με τη Λαμία, διότι εκτός του ότι δεν έχει αποδειχθεί κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των δύο, το είδος ευδοκιμεί παντού λέμε και άρα κανείς δεν είναι ασφαλής.

- Έλα δω γλυκό μου να σου πω δυό λογάκια.
- Ουστ μωρή λάμια, που να σου πει ο παπάς στ' αυτί.

(από acg, 18/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο χοντρόπετσος, αυτός που δεν καταλαβαίνει τίποτα ο κόσμος να καίγεται. Λέγεται το ίδιο για άντρες και γυναίκες.

συνώνυμο: το μπόβο

Εσύ, ένας αισθηματίας είσαι βρε παιδί μου. Τί δουλειά είχες μ' αυτό το παχύδερμο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified