Γλυκούλι βρισίδι ανάλογο του «άι γαμήσου». Μπορεί να απαντηθεί και σε λοιπές μορφές του στυλ «άι λάινερ», «άι Βασίλης» κλπ, ανάλογα με την περίσταση.
- Πίσω σκρόφα!
- Άι λοβ γιου ρε!
Γλυκούλι βρισίδι ανάλογο του «άι γαμήσου». Μπορεί να απαντηθεί και σε λοιπές μορφές του στυλ «άι λάινερ», «άι Βασίλης» κλπ, ανάλογα με την περίσταση.
- Πίσω σκρόφα!
- Άι λοβ γιου ρε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι ξινομούνες μπουζουκογκόμενες που εργάζονται στα απανταχού Duty Free των αερολιμένων.
Καίτοι περιβάλλονται από πληθώρα προϊόντων καλλωπισμού, στερούνται πάσας πηγαίας ομορφιάς και σου κάθονται όλη την ώρα στο σβέρκο «Μπορώ να σας αξυπηρετήσω; (ένρινα)», «Εάν ο πρωκτός σας επιδίδεται σε πεολειχίες ασφαλώς και μπορείτε!»
Εξαιρέσεις υπάρχουν αλλά απλώς επιβεβαιώνουν.
Χρησιμοποιείται μόνον στον πληθυντικό.
- Ρε συ Χρήστο, μήπως είδες που είναι οι Azzaro;
- Χέσε με ρε με τις Azzaro! Ρώτα τις beauty free! Ώχου.... (...λοιπόν Talisker πήραμε...)
Got a better definition? Add it!
Ελληνοσουηδική προσβολή. Εκ του «Gå och knulla (dig själv) » = «Άντε και γμήσυ» και του self-explanatory «μωρή τσούλα». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκδηλώσει το μίσος και την απέχθεια προς Ελλεεινίδα ή Σουηδανέζα που δεν μας έκατσε. Προσοχή στην δεύτερη περίπτωση: είναι επικίνδυνο, ιδιαίτερα αν εκτοξευθεί εναντίον κοπέλας με γνώσεις Βαράτε.
- Du är en bra vän men jag älskar dig inte...
- Γκοοκνούλα μωρή τσούλα!
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο αρχίδι. Λόγω του ομόηχου. Ήταν και παιδικό αστείο: «Είσαι ναυαρχίδα χωρίς το ναυ-».
Κατά την διάρκεια βρις-οφ:
- Α μωρή αρχίδα!...
- Α μωρή ναυαρχίδα!...
Και πάει λέγοντας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη μπαμπέσης σημαίνει πονηρός και ύπουλος άνθρωπος. Είναι προελεύσεως αλβανικής [αλβ. pabes(ë), ομόριζη με τη λέξη besa βλ. επίσης μπεσαλής, ο].
Η μπέσα είναι συνώνυμο της τιμής, ο μπαμπέσης συνεπώς είναι το άτομο χωρίς τιμή, εξ ου και ύπουλος. Συχνάκις χρησιμοποιείται με μορφή επιρρήματος (π.χ. με χτύπησε μπαμπέσικα), αλλά και ως ουσιαστικό (μού έκανε μπαμπεσιά).
«Από πιτσιρίκα σε λέγανε μπαμπέσα, κι έλαχε σε σένα να δώκω λίγη μπέσα».
Μπαμπέσικα με τράβηξες μ'αυτήν την τσαχπινιά σου
κι ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου,
ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου,
μπαμπέσικα με τράβηξες μ'αυτήν την τσαχπινιά σου.
Μπαμπέσικα με τράβηξες μ'αυτήν την τσαχπινιά σου
κι ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου.
Το πέτυχες το κόλπο σου και μ'άναψες μαράζι
και τώρα που με τύλιξες για μένα δε σε νοιάζει
και τώρα που με τύλιξες για μένα δε σε νοιάζει
το πέτυχες το κόλπο σου και μ'άναψες μαράζι.
Το πέτυχες το κόλπο σου και μ'άναψες μαράζι
και τώρα που με τύλιξες για μένα δε σε νοιάζει.
Αφού στα δίχτυα μ'έμπλεξες και μ'έκανες να λειώνω,
πια δε σου καίγεται καρφί για το δικό μου πόνο,
πια δε σου καίγεται καρφί για το δικό μου πόνο,
αφού στα δίχτυα μ'έμπλεξες και μ'έκανες να λειώνω.
Αφού στα δίχτυα μ'έμπλεξες και μ'έκανες να λειώνω,
πια δε σου καίγεται καρφί για το δικό μου πόνο.
Got a better definition? Add it!
Ο γαύρος, ο φίλαθλος του Ολυμπιακού, έτσι χλευάζεται από τους αντιπάλους. Υπονοείται ότι οι Πειραιώτες είναι μπάσταρδα από τον αμερικάνικο Στόλο, βλ. πουτάνας το κάγκελο, της.
Βαράτε κόκκινοι μπαγαποντοδότες, θα το αντέξω!
Ρίξαμε μια τεσσάρα στους απόγονους του Στόλου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όποιος αθλητικός παράγοντας έχει επώνυμο με κατάληξη -ίδης (κατά το Βρωμοστομίδης), πιθανόν λόγω ποντιακής καταγωγής, βρίζεται από τους αντίπαλους φιλάθλους ως αρχίδι, για να βγει η ομοιοκαταληξία.
«Ιωαννίδη, είσαι μεγάλο αρχίδι,
είσαι αρχίιιιιιιιιδι, οέο, Ιωαννίδη!».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκτός απ' το αχλάδι, είναι ευφημισμός για το αρχίδι, λόγω του ομόηχου.
Αντιστρόφως, υπάρχει το υπονοούμενο «για να δούμε πόσα αρχίδια βάζει ο σάκος».
Ιωαννίδη, είσαι μεγάλο απίδι,
είσαι απίιιιιιιιιιδι, οέο, Ιωαννίδη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κλασική ύβρις, δεν φτάνει να γαμήσουμε το κέρατό μας, πρέπει να το γαμήσουμε μέσα. Όπως και το φελέκι και το στανιό.
Τι παράδειγμα να βρω γαμώ το κέρατό μου μέσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Got a better definition? Add it!