Further tags

Εξεπίτηδες αγγλιά.
Από λογοπαίγνιο με τα:
bitch = σκύλα = μπιτς beach = παραλία = μπιτς (ή μπητς, άντε)

Μπορείς να το πεις, πχ σε μπατσίνα ή σε τροχομπατσίνα, και άντε μετά να σου πει περί εξύβρισης αρχής και κολοκύθια τούμπανα.

Είσαι πολύ παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άι στο διάολο.

Λέγεται στην Αιτωλοακαρνανία (Αγρίνιο, Μεσολόγγι κλπ).

- Να σου πω, εσείς εκεί στο Αγρίνιο δεν έχετε το περίφημο «Αγρίνιο FM», με τον εκφωνητή με την βλάχικη προφορά;
- Άι στο διάτανο ρε που θα μας πεις για τ' Αγρίνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθότι τα αθώα αρνάκια και τα αγαθά βόδια δεν διακρίνονται για την ευφυΐα, την ευκινησία και την ταχύτητά τους, χαρακτηρίζουμε κατ' εικόνα τους αρνόβοϊδο έναν νωθρό και χαμηλής αντίληψης άνθρωπο, αυτόν που σέρνεται, που στέκει εμπόδιο μπροστά μας, είτε εποχούμενος, είτε πεζός, είτε κυριολεκτικώς, είτε μεταφορικώς.

- (Μπιμπιμπιιιιιιιιιιιιιιιιπ!) Πρρρρρρρρρρ αρνόβοιδα! Πρρρρρρρρρρρρ! Πράσινο το φεγγαράκιιιιιιιιιιιι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε καρέτα-καρέτα και μονάχους-μονάχους, μπορούμε να πούμε πολλά εις διπλούν ώστε να δοθεί έμφαση σε κάθε χαρακτηρισμό μας.

Ο γαμημένος γαμημένος όμως, δεν είναι ακριβώς η ίδια λέξη δυο φορές. Την πρώτη φορά είναι επιθετική μετοχή, την δεύτερη είναι κατηγορούμενο (αν τα θυμάμαι σωστά τα γραμματικά μου). Είναι δηλαδή διαφορετικό από τα γαϊδουρογάιδαρος, μιζερομίζερος κλπ. Σα να λέμε «ο μαλάκας ο μαλάκας», «ο μαλάκας ο παπάρας», «ο γαμημένος μαλάκας», και ούτω καθ' εξής.

- Και, δηλαδή, σου την είπε κι από πάνω;
- Ναι ο γαμημένος γαμημένος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιρφιρίκουλας, ο βιγκολεβίγκος, με λίγα λόγια ο μπούστης. Είναι άπαξ απαντώμενο στην την ταινία Ο Τελευταίος Άνδρας με τον Κώστα Βουτσά, που μας υπέδειξε ο Κνάσος. Πάει μαζί με το σουβλίτσα. Αγνοείται τι σχέση υπάρχει με το ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου.

Πάψε μωρή λωξάντρα... Φύγε μωρή σουβλίτσα, που μου ντύθηκες γαλαζόπετρα...

(από Dirty Talking, 08/06/09)Το ορίτζιναλ: Η νταρντανομούνα Λωξάντρα (από Dirty Talking, 08/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, καλή κι η μαλακία, αλλά με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Το γαμήσι είναι ένα είδος κοινωνικοποίησης και αυξήσεως του κοινωνικού σου κύκλου. Όταν, λοιπόν, βρίζουμε κάποιον, του λέμε να πάει να γαμηθεί, ώστε με αυτόν τον τρόπο να γνωρίσει κόσμο, να τον μάθουνε, να γίνει γνωστός στην πιάτσα, έως διάσημος. Με λίγα λόγια, να βγάλει όνομα.

Ασίστ: Βασάν.

- Άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα!
- Σάλτσα και γαμήσου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φορτίο που κουβαλάει ο γάιδαρος. Επίσης ο ίδιος ο γάιδαρος.

Είναι όμως και ο ιδιαίτερα εύσωμος άντρας (ή και γυναίκα), ο ντουλάπας, ο μπουλντόζας, ο Κ.Δ.Ο.Α., η νταρντάνα.

Επίσης ο αναίσθητος, το παχύδερμο, ο που δεν καταλαβαίνει Τζίζα.

- Μεγάλωσε ο γιος σου!
- Τι μεγάλωσε, γομάρι έγινε...
(και πέφτει καρπαζιά στο γομάρι, ωραίος πατέρας)

(από Khan, 24/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά της αγγλικής λέξης motherfucker ή mothafucka.

Στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που κάνει σεξ με την μάνα του, τον έχοντα έντονο το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα (Oedipus, the original motherfucker), τον μαμογαμίκο. Κατά τα Ημιζ, ο μαμογαμίκος δε, μπορεί και να σημαίνει τον γαμέτη μητέρας, όχι απαραιτήτως της δικιάς του, αλλά και αλλονώνε.

Το motherfucker στις Αφρο-αμερικάνικες κοινότητες των ΗΠΑ χρησιμοποιείται όπως στα Ελληνικά το μαλάκας. Πάντα έχει σημασία πώς το λες, γιατί το λες και σε ποιόν το λες.

Στα Ελληνικά, δεν έχει το βάρος του «γαμάς την μάνα σου» που ευκόλως θα κατέληγε σε χοντρό τσαμπουκά, αλλά χρησιμοποιείται σε ιντερνετικές τσατιές ή βλόγια από συνήθως μικρής ηλικίας άτομα, μιμητιστές της χίπι-χοπ κουλτούρας, είρωνες ή παπαρολόγους.

Με 564 χτυπήματα στο google, η λέξη πλέον έχει περάσει στο Ελληνικό λεξιλόγιο, πλέον και με Ελληνική γραμματοσειρά!

  1. Ρε τον μαδαφάκα, κοίτα αμαξιά ο τρίποδοςΆρε πστ!, δεν έπαιζα κι εγώ μπάσκετ από μικρός να δω χαΐρι... με έφαγε το μπάφκετ και το μπαλέτο...

  2. Έλα ρε μαδαφάκα, δάνεισε μου για λίγο την μπέμπα, να, έτσι να κάνω μια περαντζάδα από το Μπουρνάζι και στην επιστρέφω…

  3. Iντερνετικό βρίσιμο:

- Σανοφεμπίτς, μαδαφάκα, φακόβ, γκαντέμιτ…
- Sorry, can you please change your Greek font to English, I don’t understand shit…
- This is Sparta, re malaka, karagiozi!

Μαδάει η φάκα (από Hank, 10/06/09)(από jesus, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μικρές διανοητικές ικανότητες, αυτός που είναι αλλού και δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του.

Κάτι συνδυαστικό του γκαγκά και του ούφο.

Παραπέμπει ηχητικά στο καμάρι της Σοβιετίας, τον άνθρωπο που πρώτος «κολύμπησε» στο διάστημα το 1961, τον Γιούρι Γκαγκάριν.

Καλά ρε γκαγκάριν, δεν το ήξερες ότι στην έξοδο του τρίτου τούνελ προς Κόρινθο έχει σχεδόν μόνιμα τροχομπάτσους; Εκεί βρήκες να πηγαίνεις μαλλιοκούβαρα;

Yuri Gagarin (από baznr, 11/06/09)Ελένη γκαγκάριν (από baznr, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάβακας, γκαβάδι, γκαβή, γκάβακος.

Ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα: ο μισότυφλος, όχι ο κανονικός τυφλός, αλλά αυτός που βρίσκεται σε μια νέα κατάσταση, φυσική ή αισθηματική. Στη προσπάθειά του να αναλύσει την κατάσταση (σαν καινούργια που είναι) και να μπλενταριστεί σε αυτήν, δεν βλέπει ή δεν παρατηρεί κάποια προφανή σε άλλους -που έχουν περισσότερο χρόνο σε αυτή την κατάσταση- πράγματα ή αισθήματα.

Το προφανές σε αυτά τα νέα πράγματα ή συναισθήματα, σε αντιδιαστολή με την δυσκολία του νέου να τα δει και να τα αφομοιώσει, δίνει αφορμή στους έχοντας συνηθίσει την νέα αυτή κατάσταση να αναφωνήσουν: «καλά ρε γκάβακα, δεν το βλέπεις, μπροστά σου είναι!».

(το Ν στο πίσω παρμπρίζ του οχήματος = ο οδηγός είναι Νικολάκης ή η Νικολέτα)
Ήχος από λάστιχα που φρενάρουν και παραλίγο τρακάρισμα.

- Καλά ρε γκαβονικολάκη, δεν το είδες το ρημάδι το στοπ; Θέλεις να μας κλείσεις το σπίτι;
- Τι να δω ρε φίλε, το έχουν βάψει με γκραφίτι!
(μονολογώντας και με πρώτη ξεκινά, «τι να του πω τώρα του γκάβακα το σχήμα στον στύλο δεν το κατάλαβε;»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified