Ο ποιοτικά κατώτερος, ο δευτερότριτος ή καλύτερα... ο τελευταίος.
Στην κυριολεξία η λέξη αφορά ένα τυρί όμοιο με τη φέτα.
Ο ποιοτικά κατώτερος, ο δευτερότριτος ή καλύτερα... ο τελευταίος.
Στην κυριολεξία η λέξη αφορά ένα τυρί όμοιο με τη φέτα.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που σου σπάει τα νεύρα και λέει διαρκώς παπαριές.
- Πω πω, αυτή μας έφαγε τ'αυτιά σήμερα με τις μπούρδες της! -Άσε μωρέ την παπάροβα! Μονίμως βλακείες λέει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, άσχημη, ίσως και να βρομάει. Επίσης δεν έχει πολλούς φίλους και διστάζει να συζητά με τους γείτονες.
- Ο κυρ Κώστας κάθε μέρα δεν ξεχνά να μου λέει καλημέρα και να μου φέρνει την εφημερίδα στην πόρτα μου.
- Ναι είναι ο ιδανικός γείτονας. Απορώ όμως, πώς παντρεύτηκε αυτή τη μπλαμούτσα τη γυναίκα...
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Κλίνεται κατά το αρκουδιάρης και είναι σαφώς υποτιμητικό. Χρησιμοποιείται για αγόρια / άντρες οι οποίοι κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες φορούν βλάχικη-ζωηρόχρωμη βερμούδα μέχρι το γόνατο με τη γάμπα αξύριστη και πραγματικά ανίκανοι να υποστηρίξουν το σύνολο της αμφίεσής τους. Συναντώνται κυρίως στα γυμνάσια...
- Σκέτο σίχαμα η γάμπα του Γιάννη. Δεν πάει να κάνει καμιά χαλάουα;
- Ναι ο βερμουδιάρης!
Σχετικά: βελέντζας, Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ, ερωτικό χαλί, φλοκάτη, πιθήκι, πουλόβερ, τριχοφοβία, χαμένος κρίκος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για άτομα τα πποία αποκαλούν τους εαυτούς τους emo και τα οποία έχουν την ατυχία να είναι βλαμμένα, χαζά, κοινώς βλήματα.
- Δηλαδή αυτό τώρα είναι emo;
- Oχι ρε, βλemo είναι ο Γιαννάκης! Δεν το βλέπεις τι βλαμμένο που είναι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση αγανάκτησης χαρτοπαίκτη χτυπημένου απ' τη μοίρα. Χρησιμοποιείται σε καρέ πόκας, όταν τα φύλλα που σκάνε κάτω συνεχώς φτιάχνουν τον αντίπαλο, ή και σε τραπέζι κουμκάν, θανάση κλπ όταν τραβάμε για εικοστή δεύτερη φορά σερί το λάθος χαρτί. Η αμφισβήτηση κατ' αυτόν τον τρόπο της ηθικής των τραπουλόχαρτων αποτελεί ασφαλή ένδειξη ότι ο παίκτης γι' απόψε τουλάχιστον τό 'χει χάσει και δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσει και ούτε καν να ρεφάρει.
Έχει γενικότερη εφαρμογή και σε άλλες περιπτώσεις όπου η τύχη μας παίζει άσχημα παιχνίδια.
Σχετικά λήμματα: πουτάνα μπάλα!!!, γαμιέται ο Δίας, όχι ρε πούστη
- Πουτάνα τράπουλα!!! Μόνο με βαλέ γίνεσαι, ρε πούστη άντρα!
- Πουτάνα τράπουλα!!! Μας τη φάγανε τη θέση!!! Μόνο στο πάρκινγκ τώρα, δέκα ευρώ γαμησιάτικα ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που σπάει καβλί, που δεν παλεύεται.
- Τι σπασικάβλιος που είναι ο Σάκης, γαμώ το στανιό μου ρε πούστη μου...
- Τι έκανε πάλι ο μαλάκας;
- Αφού είδαμε και πάθαμε να τον στείλουμε με γκόμενα σε ένα ξενοδοχείο μπας και γαμήσει επιτέλους, πάνω στο καλό, πέντε η ώρα το πρωί, πετάγεται από το κρεβάτι, ντύνεται και φεύγει να πάει να φάει λέει το πρωινό του, τις πρωτεΐνες του και τα μελάτα αυγά και δεν ξέρω τι άλλο...
- Ε και σένα τι σε κόφτει ρε μεγάλε; Αφού τον ξέρεις τον μαλάκα τον σφίχτερμαν...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Παρομοίωση που περιγράφει γλαφυρά φάτσα τύπου, χοντρού κατά προτίμηση, που τον έχει αρπάξει άσχημα ο ήλιος.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα μέρη του σώματος - π.χ. για το σβέρκο, εξ ου και οι Αμερικάνοι rednecks.
Επίσης, ενστικτώδης αντίδραση σε φάση που τύπος, επίσης χοντρός κατά προτίμηση, σκάει μύτη μπροστά μας έχοντας απροειδοποίητα ξυρίσει το μουστάκι.
Στοργική μητέρα 1: - Κωστάκη, έλα δω να σου βάλω πασαλειψατέρ. Θα σε βαρέσει ο ήλιος μεσημεριάτικα, σαν της μαϊμούς τον κώλο θα γίνεις.
Στοργική μητέρα 2: - Αχ, παιδάκι μου, γιατί το ξύρισες; Σαν της μαϊμούς τον κώλο έγινες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
σπάτουλας, σπατουλάρισμα
Σπάτουλας = κόλακας, γλύφτης, γλυφτρόνι. Σπατουλάρισμα = ένα καλό χέρι γλύψιμο για να νιώσεις τοπ.
Πρώτη μέρα στη δουλειά ό άτιμος και άρχισε το σπατουλάρισμα στο αφεντικό. Έτσι νομίζει ότι θα πάει μπροστά ο βρωμύλος ο σπάτουλας.
Got a better definition? Add it!
Ενστικτώδης, αυτόματη αντίδραση σε έναν ξαφνικό, δυνατό, εκνευριστικό θόρυβο που σου τρυπάει τ' αυτιά, ειδικά σε ώρες κοινής ησυχίας.
Είναι η μόνη απάντηση που αρμόζει σε
που αρχίζουν να βαράνε στα καλά καθούμενα στις τρεις και τέταρτο το μεσημέρι ή στη μία τη νύχτα, άκριβώς πριν μας πάρει ο ύπνος.
Το long version της έκφρασης είναι: Πούστη! Έτσι να κάνει ο κώλος σου! Όταν σε γαμάνε!
(Ο θόρυβος - κάντε κλικ στο κλιπάκι)
Έτσι να κάνει ο κώλος σου! Όταν σε γαμάνε! Πούστη! Νάρθω κάτω να στον βάλω τον συναγερμό στον κώλο, ρε γαμιόλη άντρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified