Further tags

Ο απαίσιος, ο κακάσχημος, αλλά και ο πολύ μαλάκας. Συχνά δε, όλα αυτά μαζί.

Άει μωρέ τον αρχιδομούρη, που θέλει και να παρκάρει την κατσαρόλα του μπροστά στο σπίτι μου!

Αρχιδόμουτρο (από nobody, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.

- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!

(από perkins, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα 3-D. Τόφαλος. Θεόχοντρη... που μέσα στις φλέβες της κυλάει κιμάς.

Ρε σύ!! Κοίτα μία χαβούζα που περνάει τον δρόμο... Άμα κυλήσει αυτή στρώνει άσφαλτο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αηδιαστικός βλάκας.

Άντε πάγαινε ρε μπιντέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανίβλακας, αυτός που δεν στροφάρει, ο γκιούμης.

- Αυτός είναι γκασμάς, ρε! Δεν παίρνει μπρος......

Βλ. και γκαζμάς, μπετόβεργα, τούβλο, στόκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης είναι η γκόμενα η οποία έχει πολύ μεγάλο κώλο και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) σέξι για τους αρσενικούς παρατηρητές.

- Πωπω ρε συ, κοίτα μια φακλάνα!
- Δεν θα με χάλαγε να την είχα για ένα βράδυ... Ωραία κορμοστασιά...

να τι λέει ο τζιμάκος για το τέρας  (από elias_petropoulos, 13/05/11)φακλανες λαμβανουν ευλογία από κενυάτη ιερέα στην παραλία (από parofilol, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O δειλός, αυτός που κλάνει μέντες, κλάνει πόμολα, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ... που φοβάται γενικότερα.

Όπως καθόμασταν και βλέπαμε το θρίλερ, του έκλεισα τα φώτα και τότε άρχισε να ουρλιάζει. Σκέτη κλασομπανιέρα ο τύπος!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και είναι συνώνυμο του «μαλάκα», «καταραμένε», «ηλίθιε».

-Τι'ν' τούτα που λες ωρέ ασίφταε, διαλέμπαμεσασου;

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και προέρχεται από το «Δίαβολε, να μπεις μέσα του». Αντίστοιχο με το άντε γαμήσου, αλλά πιο ήπιο.

-Με τρόμαξες, ωρέ διαλέμπαμεσασου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκατόπαιδο, το κωλόπαιδο, σε εντονότερο βαθμό.

-Δε στεναχωριέμαι που χάσαμε, σκάω που θα χαίρονται τα γαμοπαίδια στον Πειραιά (=Ολυμπιακοί).

Χρησιμοποιείστε προφυλακτικά. (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified