Further tags

Της μάνας σου το μπουγαδοκόφινο.

Προφέρεται ως του-μου-σου-του-μου.

Προσωπική βρισιά.

Πιο ήπιας μορφής το: της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο (τ.θ.σ.τ.μ.)

(Mπουγαδοκόφινο: ειδικό κοφίνι στο οποίο έμπαινε παλαιότερα η μπουγάδα)

Ποιός εισαι σύ που 'ρθες εδώ σε μας να κάνεις πλάκα''; Ρεεε, τουμουσουτουμου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά-αντίκα.

Φαίνεται ότι η λέξη αυτή ήταν βρισιά κάποτε, επί Ναπολέοντος Βοναπάρτη προφ. Δεν ξέρω αν ήταν διαδεδομένη, δεν ξέρω πόσο βάστηξε, δεν την είχα ακούσει ποτέ μου, μέχρι που διάβασα κάτι (βλ. παράδειγμα) και είπα να την καταγράψω εδώ να υπάρχει.

Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ένα από τα μέγιστα ψώνια της Δυτικής Ιστορίας, εννοείται ότι δεν έχαιρε εκτίμησης από όλον τον κόσμο και δη από μη Γάλλους, οι οποίοι τον είχαν ακουστά μάλλον ως άπληστο κατακτητή παρά ως ενοποιητή μιας μεγάλης Ευρώπης...

Συνεπώς το όνομά του (όχι το Ναπολέων, καθότι έχει ένα γκλάμουρ, λέων αφού) χρησιμοποιήθηκε από κάποιους ως βρισιά υποδηλούσα τον τσαρλατάνο, τον καιροσκόπο, τον απατεώνα.

Από το βιβλίο του Άλκη Ξ. Ξανθάκη «Ιστορία της Ελληνικής φωτογραφίας 1839-1970», εκδ. Πάπυρος 2008, κεφ. 2, 'Oι πρώτοι φωτογράφοι στην Ελλάδα', σ. 14-15

«Ο Άγγλος περιηγητής και ζωγράφος Edward_Dodwell επισκέφτηκε την Ελλάδα την περίοδο 1801-1806. Η φωτογραφία δεν είχε ακόμα εφευρεθεί, γι' αυτό είχε φέρει μαζί του μια camera obscura την οποία χρησιμοποιούσε για να αντιγράφει διάφορα τοπία. Στο βιβλίο του A Classical and Topographical Tour Through Greece During The Years 1801, 1805 and 1806 (Λονδίνο 1809), αναφέρει μια εμπειρία του, όταν πήγε να σχεδιάσει με τη μηχανή του αυτή τον Παρθενώνα.

''Μια μέρα, καθώς προσπαθούσα να σχεδιάσω τον Παρθενώνα με τη βοήθεια σκοτεινού θαλάμου, ο Δισδάρης*, έκπληκτος από το φαινόμενο που αντίκρυζαν τα μάτια του, με ρώτησε (...) τι θα σκάρωνα με την παράξενη αυτή μηχανή. Επιχείρησα να του εξηγήσω, τοποθετώντας ένα άσπρο φύλλο χαρτιού και βάζοντάς τον να κοιτάξει μέσα στον σκοτεινό θάλαμο. Μόλις όμως είδε τον ναό να αντανακλάται αμέσως πάνω στο χαρτί με όλες του τις γραμμές και τα χρώματα, φαντάστηκε ότι μπόρεσα να το πετύχω αυτό χάρη σε κάποια μαγική διαδικασία... Όπως ξανακοίταξε μέσα στον σκοτεινό θάλαμο (...) έτυχε να περάσουν κάποιοι από τους στρατιώτες του μπροστά από το αντανακλαστικό γυαλί της μηχανής. Και τότε ο κατάπληκτος Δισδάρης τους είδε να περπατούν πάνω στο χαρτί, έγινε έξω φρενών και, αφού με αποκάλεσε γουρούνι, διάβολο και Βοναπάρτη, μου είπε ότι αν ήθελα μπορούσα να αποσπάσω από την Ακρόπολη και τον ναό τις πέτρες, αλλά δεν θα μου επέτρεπε ποτέ να κλείσω με μάγια τους στρατιώτες μου μέσα στο κουτί του (...). Του είπα πως, αν δεν με άφηνε ήσυχο θα έβαζα τον ίδιο μέσα στο κουτί μου απ' όπου δύσκολα θα κατάφερνε να ξαναβγεί (...). Από τότε (...) απέφευγε να με πλησιάζει και δεν με ξαναενόχλησε ποτέ.''

*Ο Τούρκος φρούραρχος της Ακρόπολης.

Ο πίνακας του Vernet (από Khan, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αυνανισμός, η μαλακία η κοινή.

Ο όρος παραπέμπει με διάθεση παλιμπαιδισμού στη βρεφική ηλικία, όπου το γνωστό και αθώο βρεφικό παιχνίδι διακτινίζεται αυτούσιο στην εφηβική και ενήλικο διαδεδομένη αυτοϊκανοποιητική δραστηριότητα.

Προς τον μαλάκα που συνεχίζει ακατάπαυστα τις μαλακίες: - Βάρα, μαλάκα, βάρα την πεοκουδουνίστρα.

(από iwn, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση σκιαγραφεί μια γενικότερη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από χάρβαλο, πουστιά, ευγενική κοροϊδία κλπ, σε bizzare βαθμό.

(Σημείωση: προσοχή στον σωστό τονισμό στην παραλήγουσα της πρώτης λέξης, κατά την αναφώνηση της έκφρασης.)

- Πω πω φίλε μου, τι σκατό εξήγηση ήταν αυτή που μας έκανε ο τύπος.
- Άσε δικέ μου, θρασυπουστία κι ασυδοσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός η πειρακτικός χαρακτηρισμός για κάποιον, όπως είναι και ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές, ο μαλάκας, ο μαχλέπας, ο μαχλέμπουρας, ο γιαγλής κλπ.

Λέγεται και χεργκελές ή χεργελές.

Από το τούρκικο hergele, που σημαίνει ενοχλητικός, αντιπαθητικός, ανεπιθύμητος.

- Άντε να μου χαθείς βρε παλιοχερχελέ.

(από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο που απευθύνεται απαξιωτικά η πειρακτικά σε κάποιο άτομο, όπως είναι και ο γλοιώδης, ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές κλπ.

Προέρχεται από το τουρκικό yağlı = λίπος, λιπαρός, λαδωμένος, πασαλειμμένος με λάδι.

- Ίσα ρε γιαγλή, που θες να μας κάνεις κι έλεγχο.

(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δική μου λέξη, την έβγαλα για κάποιους ανθρώπουις που κάνουν τους αρχηγούς και είναι κυριολεκτικά παρτάκηδες και πουλάνε και τραμπουκισμό, μαγκιά, κλανιά...

Πάλι δεν μπορούμε να παρκάρουμε, όλες τις θέσεις δικές του τις έχει ο κουραδόμπεης...

(από stratos98, 18/10/10)Δ.Μπέης, παλιός δήμαρχος Αθηναίων.Κουραδόμπεης; (από GATZMAN, 18/10/10)

βλ. και κουραδόμαγκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαραμοφάης άνθρωπος.

Συνήθως εκμεταλλεύεται τους γονείς, επειδή αυτοί του δείχνουν αδυναμία.

Ο κενός, χωρίς αξία.

Πάλι τον άφησε χωρίς σεντς το γέρο του ο γλιγλής, κάθε μήνα του παίρνει τη σύνταξή και του αφήνει ένα χαρτζιλίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχαίος, φτωχός κι αμόρφωτος, αλλά επηρμένος, που παριστάνει τον κάποιο.

Έλα μωρέ τον Βασιλάκη τον λεμέγκουρα μου λες τώρα, που το παίζει σπουδαίος, δεν μπορείς να μιλήσεις μαζί του, όλο μαλακίες πετάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λίγος, ο μη επαρκής, μεταξύ υπαρκτού και ανυπάρκτου, τη βγάζει και δεν την βγάζει,
χαροπαλεύει πριν το τέλος, αλλά δεν τελειώνει. Βλέπε και ελληνική οικονομία.

Φάε μια τάπα ρε χαροπάλη που με 50 βατάκια πας να μας την βγεις, εμάς τους κιλοβατώρες παλιοψάρακα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified